ΗΑση­μί­να Ξη­ρο­γιάν­νη εδώ και 15 πε­ρί­που χρό­νια έχει ανα­πτύ­ξει πλού­σια και πο­λύ­πλευ­ρη δρα­στη­ριό­τη­τα, δια­νύ­ο­ντας μία πο­ρεία για την οποία μπο­ρού­με να δια­πι­στώ­σου­με στα­θε­ρά όσο και διαρ­κώς εξε­λισ­σό­με­να πυ­ρη­νι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά∙ δια­πι­στώ­νου­με δη­λα­δή πως έχει δια­μορ­φώ­σει μία δια­κρι­τή και ανα­γνω­ρί­σι­μη φυ­σιο­γνω­μία.
Το 2009 εκ­δό­θη­κε το πρώ­το της ποι­η­τι­κό βι­βλίο με τί­τλο Η προ­φη­τεία του ανέ­μου. Η συλ­λο­γή αριθ­μού­σε 45 ποι­ή­μα­τα και κα­θό­λου τυ­χαία ξε­κι­νού­σε με μία αντι­θε­τι­κή διά­ζευ­ξη: Έχα­σα εσέ­να μα κέρ­δι­σα την ποί­η­ση. Πα­ρό­λο που τα ποι­ή­μα­τα αυ­τά ήταν κυ­ρί­ως ερω­τι­κά, το ηδο­νι­κό πά­θος, ο αι­σθη­σια­κός συ­γκλο­νι­σμός απου­σί­α­ζαν, για­τί κυ­ριαρ­χού­σε το αί­σθη­μα της απου­σί­ας και η λύ­πη της μο­να­ξιάς.
Στη δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Πλη­γές το 2011, που απο­τε­λού­νταν από 36 ποι­ή­μα­τα, η κλί­μα­κα του ψυ­χι­κού πό­νου ανέ­βαι­νε κα­τά έναν τό­νο και οδη­γού­νταν στη μο­να­χι­κή θλί­ψη αλ­λά και στην προ­σμο­νή μιας πο­νε­μέ­νης υπο­κα­τά­στα­σης: αυ­τήν της ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας.
Στην τρί­τη της ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Επο­χή μου εί­ναι η ποί­η­ση, το κέ­ντρο βά­ρους με­τα­το­πί­ζε­ται στη συγ­χρο­νία της αν­θρω­πι­στι­κής κρί­σης. Στο τρί­το αυ­τό βι­βλίο, στο οποίο συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται 41 ποι­ή­μα­τα και εκ­δό­θη­κε το 2013, ο τό­πος ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο εντο­πι­σμέ­νος στη σύγ­χρο­νη πό­λη. Και ενώ ο χρό­νος στις προη­γού­με­νες συλ­λο­γές εξα­φα­νι­ζό­ταν κά­τω από μια δια­χρο­νι­κή διά­χυ­ση, εδώ, φαί­νε­ται πως απα­σχο­λού­σε την ποι­ή­τρια η σύγ­χρο­νη επο­χή με τα κοι­νω­νι­κά της συμ­φρα­ζό­με­να. Υπήρ­χε ο προ­βλη­μα­τι­σμός του ποι­η­τι­κού χρέ­ους, η στρά­τευ­ση του καλ­λι­τέ­χνη στο κα­θή­κον, που αι­σθά­νε­ται ότι έχει σε έναν κό­σμο κοι­νω­νι­κής ανα­τα­ρα­χής, να μι­λή­σει για το γε­γο­νός και τα πα­ρε­πό­με­να της κρί­σης.
Εν­δια­μέ­σως, το 2010, η ποι­ή­τρια εί­χε εκ­δώ­σει μια νου­βέ­λα με τί­τλο Το Σώ­μα του έγι­νε Σκιά, όπου εκ πα­ραλ­λή­λου με την ―υπο­τι­θέ­με­νη― πα­ρά­θε­ση σε­λί­δων από το Ημε­ρο­λό­γιο ενός αυ­τό­χει­ρα χο­ρευ­τή, η σύ­ντρο­φός του και ποι­ή­τρια προ­σπα­θού­σε να αφη­γη­θεί την ιστο­ρία της σχέ­σης και της ζω­ής τους. Κυ­ρί­αρ­χη ήταν η απου­σία του αγα­πη­μέ­νου Άλ­λου.

Το 2015 εκ­δό­θη­καν οι 23 μέ­ρες. Πρό­κει­ται για ένα βι­βλίο υβρι­δι­κό που με­τε­ω­ρί­ζε­ται ανά­με­σα στον ποι­η­τι­κό λό­γο και σε απο­σπά­σμα­τα με πε­ζο­γρα­φι­κές ορί­ζου­σες. Μια ιδιό­τυ­πη αφή­γη­ση 23 ημε­ρών σε 23 αριθ­μη­μέ­νες ενό­τη­τες της μιας-μιά­μι­σης σε­λί­δας πε­ρί­που, σα σχό­λια ενός απο­σπα­σμα­τι­κού ημε­ρο­λο­γί­ου, όπου η δια­φο­ρε­τι­κή τυ­πο­γρα­φι­κή εμ­φά­νι­ση (πλα­γιο­γράμ­μα­τη, και μη, γρα­φή), αλ­λά και η διά­τα­ξη και στι­χο­ποί­η­ση των όσων γρά­φο­νται (με αρ­κε­τά κε­νά, αλ­λού σε πλή­ρη στοί­χι­ση και αλ­λού με στί­χους), ση­μα­το­δο­τούν και τον δια­φο­ρε­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα τους σε σχέ­ση με το κε­ντρι­κό νή­μα της αφή­γη­σης: από τη μια το προ-κει­με­νι­κό υλι­κό της αφή­γη­σης και τα αυ­το­α­να­φο­ρι­κά σχό­λια της ίδιας της αφη­γη­μα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας σε μία διά­τα­ξη∙ και από την άλ­λη, το τε­λι­κό, ας υπο­θέ­σου­με, απο­τέ­λε­σμα: δη­λα­δή το ποι­η­τι­κό κεί­με­νο. Αλ­λά με σπα­ραγ­μα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα, χω­ρίς πλή­ρη κα­τα­γρα­φή ή ευ­θύ­γραμ­μη χρο­νι­κή ακο­λου­θία.
Το 2017 εξέ­δω­σε δύο βι­βλία: το Λί­γη Φθο­ρά για Γού­ρι, και το πο­λύ μι­κρό Δο­κι­μά­ζο­ντας το ποί­η­μα όπου το κεί­με­νο συ­νο­μι­λεί με το κο­λάζ, πει­ρα­μα­τι­ζό­με­νο με τα όρια της γρα­φής και τις δια­στά­σεις ενός πο­λυ­τρο­πι­κού ποι­η­τι­κού λό­γου. Στο Λί­γη φθο­ρά για γού­ρι υπάρ­χουν δια­κρι­τές ενό­τη­τες θε­μα­τι­κές αλ­λά και υφο­λο­γι­κές, εκ των οποί­ων η κά­θε μία έχει τη θε­μα­τι­κή της: ποι­ή­μα­τα ποι­η­τι­κής, ποι­ή­μα­τα για τον έρω­τα, για άλ­λους ποι­η­τές, για τον χρό­νο, για τις κό­ρες της.

Υπάρ­χει μία τά­ση η γρα­φή τής Α.Ξ. να γί­νε­ται ολο­έ­να και πιο λι­τή, ως μια προ­σπά­θεια για διαύ­γεια και κα­θα­ρό­τη­τα, μια προ­σπά­θεια να επι­τευ­χθεί η κα­τάλ­λη­λη οι­κο­νο­μία. Γι’ αυ­τό και υπάρ­χει μια τά­ση η λυ­ρι­κή έκ­φρα­ση να μειώ­νε­ται ένα­ντι της δρα­μα­τι­κής και ο διά­λο­γος με τα εξω­τε­ρι­κά φυ­σι­κά στοι­χεία ως προ­βο­λές των εσω­τε­ρι­κών συ­γκρού­σε­ων να με­τα­τρέ­πε­ται σε διά­λο­γο με ένα alter ego, έναν υπο­τι­θέ­με­νο ιδε­α­τό όσο και υπο­θε­τι­κό ανα­γνώ­στη-ακρο­α­τή, έναν άλ­λον που υπο­νο­εί­ται αν και απου­σιά­ζει.
Μια αντί­θε­ση καί­ριας ση­μα­σί­ας υπάρ­χει σε όλα τα βι­βλία της  αν και ακού­γε­ται οξύ­μω­ρη: η ζωή βρί­σκε­ται σε αντί­θε­ση με την τέ­χνη. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα: ο έρω­τας και η ποί­η­ση πα­ρου­σιά­ζο­νται ως αλ­λη­λο­βό­ρα. Όταν ο έρω­τας υπάρ­χει, αν­θεί και ευ­τυ­χεί, η γρα­φή συρ­ρι­κνώ­νε­ται, η έμπνευ­ση ατο­νεί, το ποί­η­μα εξα­φα­νί­ζε­ται. Όταν η απόρ­ρι­ψη, η απου­σία ή και η απώ­λεια κυ­ριαρ­χούν στο συ­ναι­σθη­μα­τι­κό πε­δίο της αφη­γή­τριας, τό­τε η έμπνευ­ση τρέ­φε­ται και το κεί­με­νο αρ­χί­ζει να με­τα-ποιεί­ται.
Εξάλ­λου, γε­νι­κό­τε­ρα ο ποι­η­τι­κός μη­χα­νι­σμός φαί­νε­ται να προ­ϋ­πο­θέ­τει έναν μη­χα­νι­σμό πό­νου, πα­ρά­δειγ­μα, ο έρω­τας πα­ρου­σιά­ζε­ται ως απώ­λεια ή απου­σία εί­τε επα­πει­λού­με­νη εί­τε ως γε­γο­νός, την ανα­στρο­φή του οποί­ου πε­ρι­μέ­νει με προσ­δο­κία το υπο­κεί­με­νο που αφη­γεί­ται. Η απώ­λεια, που βιώ­νε­ται με θλί­ψη, απο­τε­λεί και το υλι­κό με το οποίο χτί­ζε­ται το ποί­η­μα, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο μά­λι­στα, όσο δια­λύ­ε­ται η ερω­τι­κή, το συ­νη­θέ­στε­ρο, προσ­δο­κία. Επο­μέ­νως, η σχέ­ση ευ­δο­κί­μη­σης της ζω­ής και γο­νι­μο­ποί­η­σης της λο­γο­τε­χνι­κής έμπνευ­σης εμ­φα­νί­ζε­ται ως κα­τ’ εξο­χήν αντι­στρό­φως ανά­λο­γη: αν ο έρω­τας ευ­τυ­χή­σει, η γρα­φή κα­ταρ­γεί­ται. Όσο η πλη­γή βα­θαί­νει, τό­σο το ποί­η­μα τρο­φο­δο­τεί­ται, η ορ­γα­νο­γέ­νε­σή του ολο­κλη­ρώ­νε­ται κι αυ­τό οδεύ­ει προς την γέν­νη­ση.
Όμως με αυ­τόν τον τρό­πο κά­θε δυα­δι­κό σχή­μα υπο­χω­ρεί με τη σει­ρά του αφή­νο­ντας τη μο­νά­δα έκ­θε­τη στην από­λυ­τη μο­να­ξιά της. Για πα­ρά­δειγ­μα στις 23 μέ­ρες δη­μιουρ­γεί­ται ένας ψευ­δο­διά­λο­γος, ο οποί­ος δί­νει την αί­σθη­ση μιας θε­α­τρι­κό­τη­τας, αλ­λά η δια­λο­γι­κό­τη­τά του εί­ναι μό­νο εν­δο­κει­με­νι­κή. Άρα, πρό­κει­ται ου­σια­στι­κά για μο­νό­λο­γο. Συ­να­κό­λου­θα και το ζεύ­γος, όπως προ­βάλ­λε­ται, εί­ναι «ψευ­δές». Όποιος κι αν απο­χω­ρή­σει από το ερω­τι­κό ή ποι­η­τι­κό προ­σκή­νιο, αυ­τός που θα μεί­νει, για να κο­ντα­ρο­χτυ­πη­θεί με τους εσω­τε­ρι­κούς του δαί­μο­νες, θα εί­ναι πά­ντα η μο­νά­δα.

Και στο πρό­σφα­το βι­βλίο της Μια απέ­ρα­ντη μα­τιά (2023) εντο­πί­ζου­με τα ίδια κοι­νά γνω­ρί­σμα­τα. Η απώ­λεια, ο πό­νος, η ανεκ­πλή­ρω­τη ένω­ση με τον επι­θυ­μη­τό Άλ­λον εξα­κο­λου­θούν να υπάρ­χουν.
Στην Α΄ ενό­τη­τα υπάρ­χουν ποι­ή­μα­τα εμπνευ­σμέ­να από θε­α­τρι­κά έρ­γα και μυ­θι­κά πρό­σω­πα της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής δρα­μα­τουρ­γί­ας με τα οποία συ­νο­μι­λεί η ποι­η­τι­κή φω­νή υπο­δυό­με­νη κα­τά κά­ποιον τρό­πο έναν ρό­λο και οι­κειο­ποιού­με­νη τον δρα­μα­τι­κό τους λό­γο. Η ενό­τη­τα αυ­τή, όπως και η επό­με­νη με τί­τλο Ση­μείο Σύ­γκλι­σης που εί­ναι και η με­γα­λύ­τε­ρη του βι­βλί­ου προ­ϋ­πο­θέ­τει σε με­γά­λο βαθ­μό μια προ­γε­νέ­στε­ρη γνώ­ση του ανα­γνώ­στη. Για να μπο­ρέ­σει κά­ποιος να πα­ρα­κο­λου­θή­σει την εξέ­λι­ξή τους και να μην τα εκλά­βει ως απο­σπα­σμα­τι­κά με με­τέ­ω­ρο νό­η­μα χρειά­ζε­ται να ξέ­ρει τον μύ­θο και την ταυ­τό­τη­τα των προ­σώ­πων. Γι’ αυ­τό και η ποι­ή­τρια έχει θε­ω­ρή­σει ως απα­ραί­τη­τες τις υπο­ση­μειώ­σεις που λει­τουρ­γούν ως οδο­δεί­κτες της ανά­γνω­σης.
Στο Β΄ μέ­ρος αυ­τό συμ­βαί­νει για εκεί­να τα ποι­ή­μα­τα που ανα­φέ­ρο­νται ή συ­νο­μι­λούν με προη­γού­με­να κεί­με­να ή βι­βλία της Α.Ξ. Τα ποι­ή­μα­τα που ανοί­γο­νται πιο εύ­κο­λα στην ανά­γνω­ση πα­ρα­μέ­νουν εκεί­να που ανα­φέ­ρο­νται σε έναν αγα­πη­μέ­νο από­ντα, με τον οποίο συ­νο­μι­λεί συ­νε­χώς το υπο­κεί­με­νο ή με πρό­σω­πα όπως ο πα­τέ­ρας και η μη­τέ­ρα στους οποί­ους και πά­λι η ποι­ή­τρια απευ­θύ­νε­ται εν τη απου­σία τους.
Το τρί­το και τε­λευ­ταίο μέ­ρος του βι­βλί­ου που τι­τλο­φο­ρεί­ται ένας θε­α­τρι­κός μο­νό­λο­γος εί­ναι το πιο δυ­να­μι­κό και πιο αυ­το­δύ­να­μο, πιο πλού­σιο σε συμ­βο­λι­σμούς και άρα πιο ανοι­χτό σε ποι­κί­λες ανα­γνώ­σεις. Θε­ω­ρώ ότι εδώ συ­να­ντού­με όλα εκεί­να τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που τρο­φο­δο­τούν τη γνή­σια ποι­η­τι­κή έκ­φρα­ση: συμ­βο­λι­σμός και πολ­λα­πλά νο­ή­μα­τα, έντε­χνες σιω­πές, ση­μεία που ο ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να ακου­μπή­σει τα δι­κά του βιώ­μα­τα και άρα να δη­μιουρ­γή­σει το δι­κό του ανα­γνω­στι­κό με­τα-κεί­με­νο, ει­κό­νες δυ­να­τές και συ­ναι­σθη­μα­τι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση, αι­σθη­τη­ρια­κή πρό­σλη­ψη, εσω­τε­ρι­κός ρυθ­μός, πνευ­μα­τι­κό παί­δε­μα και λε­κτι­κή επε­ξερ­γα­σία. Σε μια επο­χή όπου γί­νε­ται πο­λύς λό­γος για τα όρια και τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά οτυ ποι­η­τρ­κού λό­γου, όπου κα­τα­σκευά­ζο­νται ποι­η­τι­κές γε­νιές και μα­νι­φέ­στα, η ποι­η­τι­κή έκ­φρα­ση νέ­ων αν­θρώ­πων που δια­βά­ζουν, εκ­φρά­ζο­νται και παι­δεύ­ο­νται στο ανοι­χτό πε­δίο μιας ανα­νε­ού­με­νης γλώσ­σας που δεν πα­ραι­τεί­ται από το πρό­ταγ­μα ενός μου­σι­κού από­βα­ρου που την προ­φυ­λάσ­σει από το κα­τα­στα­σια­κό ρε­πορ­τάζ, εί­ναι όσο πο­τέ ανα­γκαία.

Η Αση­μί­να Ξη­ρο­γιάν­νη εκτός από την ποι­η­τι­κή πο­ρεία που έχει ως τώ­ρα δια­νύ­σει και την οποία προ­σπά­θη­σα κά­πως να συ­μπυ­κνώ­σω έχει επί­σης επι­με­λη­θεί Αν­θο­λο­γί­ες, δια­τη­ρεί από το 2009 το ιστο­λό­γιο Varelaki - Σε­λί­δες Τέ­χνης και Πο­λι­τι­σμού, ασχο­λεί­ται με το Θέ­α­τρο, έχει κά­νει με­τα­φρά­σεις ―και έχει με­τα­φρα­στεί― γρά­φει κρι­τι­κές. Η ποί­η­ση, μα­ντεύ­ου­με με­λε­τώ­ντας τα κεί­με­νά της, απο­τε­λεί για εκεί­νη ένα εί­δος θε­ρα­πευ­τι­κής δια­δρο­μής, μια οδυ­νη­ρή πα­ρη­γο­ριά που ανα­κου­φί­ζει προ­σω­ρι­νά, πα­ρό­λο τον πό­νο, τις μα­ταιώ­σεις ή και την απο­γο­ή­τευ­ση που βα­θύ­τε­ρα κρύ­βει. Απο­τε­λεί έναν μο­νό­δρο­μο, τον οποίο η ποι­ή­τρια δεν μπο­ρεί να εγκα­τα­λεί­ψει για­τί έχει γί­νει ο δι­κός της δρό­μος.