Translate

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Σκέψεις επί του ελληνικού αμυντικού προβλήματος,του Μιχάλη Γουνελά

Στις επερχόμενες δεκαετίες, λόγω της σταδιακής συρρίκνωσης των διαθέσιμων κονδυλίων εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης που διέρχεται η πατρίδα μας, το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεών μας θα απομειωθεί σημαντικά, σε αντίθεση με εκείνο των εν δυνάμει αντιπάλων μας. Με ένα πλήθος μετώπων ανοικτό στο εθνικό επίπεδο ( ΑΟΖ, Αιγαίο, Θράκη, επεκτατικές βλέψεις Αλβανών και Σκοπιανών ) και σε συνδυασμό με τις ανακατατάξεις που αυτή τη στιγμή εξελίσσονται στον ευρύτερο γεωστρατηγικό χώρο στον οποίο ανήκουμε, η Ελλάδα κινδυνεύει να καταστεί έρμαιο των διαθέσεων των γειτόνων της και της βούλησης των Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς θα έχει αποστερηθεί παντός αναγκαίου μέσου αντίδρασης.
Περιοριζόμενος σε ένα συγκεκριμένο κλάδο των ΕΔ – στον Στρατό Ξηράς – φρονώ ότι χρήζει επειγόντως πολυεπίπεδης και ριζικής αναδιοργάνωσης, προκειμένου να αποφευχθεί η βαθμιαία εκμηδένιση της αποτρεπτικής του αξιοπιστίας και να καταστεί ικανός να ανταποκριθεί στις μελλοντικές προκλήσεις.
Η αναδιοργάνωση αυτή δεν πρέπει να περιορισθεί σε θέματα που αφορούν στη σύνθεση και στο μέγεθος του ανθρώπινου δυναμικού και των μέσων των χερσαίων μας δυνάμεων, αλλά να συμπεριλάβει και άλλες μη μετρήσιμες παραμέτρους, όπως είναι η εκπαίδευση, το επιχειρησιακό δόγμα – κυρίως αυτό -, το σύστημα αξιολόγησης και εξέλιξης των στελεχών σε συνδυασμό με τη ελεγχόμενη και ορθολογιστική αριθμητική και ποιοτική τους κατανομή στις διάφορες βαθμίδες της ιεραρχίας, ασφαλώς δε και σε πολλές άλλες.
Οι συζητήσεις σχετικώς με θέματα που αφορούν στην εθνική άμυνα της χώρας μας, όπου και όποτε γίνονται, υποτάσσονται στους εμπορικούς και επικοινωνιακούς κανόνες και έτσι ελάχιστα έως καθόλου συνεισφέρουν στην κατανόηση του προβλήματος από την κοινή γνώμη. Βεβαίως το φαινόμενο είναι σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένο, εφόσον ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσαν για πολλούς λόγους να συμπεριληφθούν στη θεματογραφία τους, λόγω της ηυξημένης ευαισθησίας και εξειδίκευσής τους. Έτσι θέματα τα οποία συνήθως και κυρίως θίγονται είναι η περικοπή των μισθών και επιδομάτων των στελεχών των ΕΔ, η διάρκεια της στρατιωτικής θητείας και άλλα συναφή, τα οποία είναι επίκαιρα και εντάσσονται στο γενικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία. Τα θέματα όμως αυτά παρά την όποια συμβολή τους στο αξιόμαχο των ΕΔ μας, λόγω της επίδρασής τους στο ηθικό και στην ετοιμότητά τους, δεν παύουν να βρίσκονται στην περιφέρεια και όχι στον πυρήνα του προβλήματος που σήμερα αντιμετωπίζουν οι ΕΔ και το οποίο είναι βέβαιο ότι στο μέλλον θα γίνει εντονότερο. Το κενό δεν καλύπτεται ούτε από τον ειδικό τύπο, ο οποίος προκειμένου να επιβιώσει απευθύνεται κυρίως σε εκείνους οι οποίοι θέλγονται από τα επιτεύγματα της σύγχρονης πολεμικής τεχνολογίας - τα οποία ομολογουμένως ικανοποιούν ακόμα και την πλέον απαιτητική φαντασία κείνται όμως συνήθως πέραν των οικονομικών μας δυνατοτήτων - και όπερ σημαντικότερο, είναι ασύμβατα και προς τις πραγματικές μας ανάγκες.
Και στο διαδίκτυο όμως η κατάσταση δεν διαφέρει. Έχω εντοπίσει κατά καιρούς αναρτήσεις σε διάφορα blogs, οι οποίες στις αθωότερες των περιπτώσεων αποπροσανατολίζουν τους ενδιαφερόμενους για θέματα που αφορούν την εθνική άμυνα λόγω ερασιτεχνισμού και στις πλέον κακόβουλες εξ αυτών, λόγω της συγκεκαλυμμένης προσπάθειας τους να υπηρετήσουν αντιπολιτευτικές επιδιώξεις ή ακόμα και να υποστηρίξουν συμφέροντα προμηθευτών.
Οι πλείστες εξ αυτών περιορίζονται και εξαντλούνται στην εξέταση του προβλήματος της αριθμητικής και ποιοτικής επάρκειας των διαθέσιμων μέσων, λες και από αυτήν αποκλειστικά εξαρτάται η αποτρεπτική ισχύς της χώρας μας σε στρατιωτικό επίπεδο. Η επάρκεια αυτή αποτελεί έννοια ασαφή και σχετικώς προσδιορίσιμη, εφ΄ όσον το έλασσον του επιπέδου της μόνο μπορεί να προσδιορισθεί και είναι εκείνο το οποίο επιτρέπει σε ένα στρατό να σταθεί και να λειτουργήσει στο πεδίο της θερμής αντιπαράθεσης. Στο έλασσον αυτό επίπεδο είμαι σχεδόν βέβαιος ότι τουλάχιστον σήμερα ανταποκρινόμεθα. Πέραν αυτού η επάρκεια συναρτάται ευθέως με τις επιδιώξεις μας, τον τρόπο με τον οποίο φιλοδοξούμε να τις υλοποιήσουμε και τη φύση ή τη λογική ή και τη φιλοσοφία αν θέλετε της δράσής μας. Από τους αντικειμενικούς δηλαδή σκοπούς που έχουμε θέσει, το σχέδιο που έχουμε εκπονήσει και το δόγμα που έχουμε υιοθετήσει. Ο αριθμός και η ποιότητα των υλικών μέσων που διέθεταν όχι μόνο δεν βοήθησαν τη Γαλλία το 1940 και την Αίγυπτο το 1967 να αποφύγουν την κατάρρευση η πρώτη και την ήττα η δεύτερη, αλλά τουναντίον συνετέλεσαν στην επαύξηση της καταστροφής την οποία υπέστησαν. Και υπάρχουν αρκετά τέτοια παραδείγματα στην ιστορία. Ο τρόπος διαχείρισης των μέσων στις πλείστες των περιπτώσεων είναι κρισιμότερος από τα μέσα καθ΄εαυτά.
Μία σημαντική διάσταση εξ εκείνων που συνιστούν σήμερα το πρόβλημα της εθνικής άμυνας αποτελεί το γεγονός ότι η παραγωγή γνήσιας ελληνικής στρατιωτικής σκέψης έχει ατονήσει στην Ελλάδα, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1950. Παρά το ότι αναγνωρίζω την πολιτική αναγκαιότητα ένταξης και παραμονής μας στη βορειοατλαντική συμμαχία εν τούτοις φρονώ ότι η αδράνεια που παρετηρήθη σε αυτόν τον τομέα οφείλεται κυρίως, αλλά όχι μόνο, σε αυτήν. Σαν μέλη του ΝΑΤΟ ελάχιστα έως καθόλου συμμετείχαμε στη διαμόρφωση της στρατιωτικής στρατηγικής και της επιχειρησιακής του σχεδίασης. Οι Ελληνικές ΕΔ περιορίζονταν στο αυστηρό πλαίσιο ενός εκτελεστικού ρόλου και της συνεισφοράς τους στην υλοποίηση μιας στρατηγικής που είχε αποφασισθεί και χαραχθεί ερήμην τους. Είναι προφανές ότι το ΝΑΤΟ χρειαζόταν περισσότερο το αίμα των στρατιωτών μας παρά την ιδιοφυία των στρατηγών μας για να εκπληρώσει τους σκοπούς του.
Μοιραίο συνεπακόλουθο της φύσης των συμβατικών μας υποχρεώσεων προς το ΝΑΤΟ ήταν η βασική παιδεία των στελεχών μας να είναι κατά το πλείστον τακτική. Δεινότητα δηλαδή σε ένα επίπεδο όπου η αντιπαράθεση είναι σχεδόν αποκλειστικά μυϊκή και όπου η υλική ισχύς αντιπαρατίθεται ευθέως στην υλική ισχύ. Σε ένα πόλεμο με άλλα λόγια με έντονα τα χαρακτηριστικά της φθοράς, στον οποίο είμεθα εκ προοιμίου καταδικασμένοι, γιατί σε αυτό το είδος του πολέμου οι αριθμοί και τα μεγέθη είναι εκείνα που κυριαρχούν. Η απεμπόληση εν δυνάμει πλεονεκτημάτων που σε αντίθετη περίπτωση θα είχαμε, σε ενδεχόμενη σύγκρουση εθνικού και όχι νατοϊκού χαρακτήρα, καθίστατο πλέον αναπόφευκτη. Ειδικότερα η τακτική είναι ένα πεδίο όπου κατ΄ εξοχή συγκρούεται η ρώμη, η μυϊκή ισχύς, αριθμητική και υλική, ενώ η ενδεχόμενη πνευματική και ψυχική ανωτερότητα ελάχιστα συμβάλλουν στην έκβαση της σύγκρουσης, με συνέπεια ακόμα και όταν η έκβαση είναι ευνοϊκή τα αποτελέσματα σε σχέση με το κόστος να είναι δυσανάλογα πενιχρά.
Ο εγκλωβισμός σε μια τέτοια λογική σε περίπτωση σύρραξης με κάποιον πιθανό επιβουλέα της εθνικής μας ακεραιότητας, δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι η ιδέα ενεργείας για την αντιμετώπιση της επιβουλής θα ήταν σε επίπεδο σύλληψης αυτή που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Ακόμα όμως και αν ήταν, η οργανωτική δομή των ΕΔ μας, προσαρμοσμένη σε μεγάλο βαθμό στις νατοϊκές επιταγές και στις οικονομικές συνθήκες του παρελθόντος και όχι στις ιδιαιτερότητες της εθνικής μας αμυντικής σχεδίασης, θα καθιστούσε την προσήκουσα υλοποίηση της όποιας ιδέας ενεργείας αμφίβολη.
Δυστυχώς ακόμα και σήμερα οι τρόποι και οι μέθοδοι δράσης του Στρατού μας βασίζονται στα εγχειρίδια εκστρατείας του Αμερικανικού Στρατού, τα οποία φθάνουν σε μας όταν έχουν ήδη ξεπερασθεί από τις περιστάσεις και αποτελούν στην ουσία “ τυφλοσούρτες ” και εύχρηστα - όχι όμως και χρήσιμα - “ pocket size ” μνημόνια. Καθώς η δυνατότητα διατύπωσης απόψεων και άσκησης κριτικής από βήματος στην Ελλάδα είναι από περιορισμένη έως ανύπαρκτη αβασάνιστα περιβάλλονται το κύρος θεσφάτων και καταλήγουν βαθμιαία να μεταβληθούν σε μόνιμη τροχοπέδη της κριτικής ικανότητας των στελεχών και σε εγγενούς φύσης αναστολείς στην ανάληψη κάθε εποικοδομητικής πρωτοβουλίας.
Το επιχειρησιακό επίπεδο σχεδίασης και διεξαγωγής του πολέμου, στο οποίο κατ΄ εξοχήν ευδοκιμεί η πολεμική τέχνη, έχει αδικαιολόγητα παραμεληθεί. Έτσι χαρακτηριστικά της φυλής μας όπως είναι η επινοητικότητα, η φαντασία, η αποφασιστικότητα, ο πατριωτισμός και άλλα – που εν πολλοίς συγκαταλέγονται στα μη μετρήσιμα εκείνα στοιχεία τα οποία στη διαδρομή της ιστορίας έδωσαν τη νίκη στους ασθενέστερους εκ των αντιμαχομένων παρά τις προβλέψεις – παραμένουν ανεκμετάλλευτα.
Καθώς η Ελλάδα είναι μια χώρα με περιορισμένους ανθρώπινους και υλικούς πόρους, ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί ότι η επιλογή του τακτικού επιπέδου ως πεδίου για την προάσπιση των ζωτικών της συμφερόντων δια των όπλων, αποτελεί τη χειρίστη των επιλογών. Και αυτό γιατί στο επίπεδο αυτό όπως είπαμε κυριαρχούν και καθορίζουν αποφασιστικά την έκβαση κάθε θερμής αναμέτρησης η αριθμητική υπεροχή και η υλική ισχύς – στην προκειμένη όμως περίπτωση εν ανεπαρκεία - ενώ εν δυνάμει πλεονεκτήματα, όπως θα μπορούσαν να είναι τα πνευματικά και ηθικά αποθέματα του λαού μας, παραμένουν ουσιαστικά ανεκμετάλλευτα. Σε αντίθεση στο επιχειρησιακό επίπεδο οι αριθμοί και γενικότερα τα μεγέθη παίζουν δευτερεύοντα ρόλο και περιορίζονται στον καθορισμό της ελάχιστης εκείνης προϋπόθεσης για τη δυνατότητα συμμετοχής μιας δύναμης στην αναμέτρηση στο επίπεδο αυτό. Εδώ η ποιότητα κυριαρχεί επί των μεγεθών και κυρίως η ποιότητα των μη μετρήσιμων στοιχείων της πολεμικής ισχύος, όπως είναι το πνευματικό και ηθικό επίπεδο της ηγεσίας, η εκπαίδευση, η στρατιωτική παράδοση και το δόγμα, η δυναμική της σχεδίασης, η αίσθηση περί του δίκαιου χαρακτήρα του διεξαγόμενου αγώνα, η ενσυνείδητη και όχι η άνωθεν επιβεβλημένη αίσθηση του εθνικού χρέους που απορρέει κυρίως από τη δημοκρατική μορφή του πολιτεύματος, η κοινωνική συνοχή και αρκετά άλλα. Το μέγεθος του ανθρώπινου δυναμικού και τα υλικά μέσα διεξαγωγής του πολέμου αφ΄ εαυτά, καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση από άποψης σπουδαιότητας παραχωρώντας την πρώτη θέση στον τρόπο διαχείρισής τους επί του πεδίου.
Η απεμπλοκή μας από τις επιρροές της αμερικανικής σχολής στρατιωτικής σκέψης και από τις αγκυλώσεις που μας έχει επιβάλλει είναι σήμερα, παρά ποτέ στο παρελθόν, περισσότερο από αναγκαία. Η Αμερική επενδύει στην υλική και τεχνολογική της υπεροχή και έχει να αντιμετωπίσει - τουλάχιστον προς το παρόν – ως αντίπαλο το “ παγκόσμιο ξυποληταριό”, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να απειλήσει αυτήν την ίδια της την ύπαρξη. Εμείς αντιθέτως, αν ποτέ χρειασθεί, θα αντιμετωπίσουμε τακτικούς στρατούς οι οποίοι θα δρουν σύμφωνα με τους κανόνες της πολεμικής τέχνης και σε αυτό το επίπεδο, το επιχειρησιακό, θα πρέπει να επικεντρώσουμε την προπαρασκευή και την εκπαίδευση των στελεχών μας. Η σχεδίαση οφείλει να συγκεράζει αρμονικά τις επιδιώξεις μας, τα διαθέσιμα μέσα και της ιδιαιτερότητες της εθνικής μας άμυνας.
Όποιος Έλληνας ερωτηθεί σήμερα σχετικώς με το ποια είναι σήμερα η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη του πλανήτη, ανενδοίαστα θα απαντήσει η Αμερική, εντυπωσιασμένος από τα μεγέθη και την ποιότητα της τεχνολογίας της. Ο μύθος αυτός πρέπει να καταρρεύσει. Η ονομαστική ισχύς - προϊόν άθροισης μετρήσιμων στοιχείων – δεν είναι κατ΄ ανάγκην ευθέως ανάλογη προς την αποτελεσματικότητα μιας ένοπλης δύναμης. Και η αποτελεσματικότητα είναι αυτή που μας ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση.
Ο πακτωλός των μέσων που διαθέτει η Αμερική, η αναμφισβήτητη τεχνολογική της ανωτερότητα και η διαφορετικότητα των στρατηγικών της στόχων και των απειλών που αντιμετωπίζει, είναι εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν την αμερικανική σχολή στρατιωτικής σκέψης μη προσήκουσα για να χρησιμεύσει ως πρότυπό μας. Πέραν όμως αυτών η συγκεκριμένη σχολή δεν έχει να επιδείξει και κάτι σημαντικό στην προαγωγή της σύγχρονης επιχειρησιακής σκέψης. Ακόμα και το πολυδιαφημισμένο AirLand Battle δόγμα της δεκαετίας του 1980 εκ των υστέρων ορώμενο, αποδεικνύεται ότι ήταν αδύναμο να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας στο συμβατικό πεδίο και η μοναδική ίσως συμβολή του ήταν η αποτρεπτική του λειτουργία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, λόγω ακριβώς αυτής του της αδυναμίας, η οποία μοιραίως θα συνεπέφερε την πυρηνική κλιμάκωση της σύγκρουσης.
Βεβαίως εύλογο είναι να αναρωτηθεί κάποιος αν απορρίψουμε την αμερικανική σχολή στρατιωτικής σκέψης, ποιο πρότυπο θα ακολουθήσουμε στο εξής προκειμένου να ανταποκριθούμε στις επερχόμενες προκλήσεις. Μήπως θα πρέπει να υιοθετήσουμε το δόγμα των “επιχειρήσεων σε βάθος” της σοβιετικής σχολής – σαφώς ανώτερο των αντιστοίχων αμερικανικών δογμάτων και επιτυχώς δοκιμασμένο στα θέατρα επιχειρήσεων του Β΄ΠΠ – όπως αυτό διαμορφώθηκε στις δεκαετίες του 1920-30 από τους Tuchachevski, Triantafilov, Isserson, Svechin και άλλους γίγαντες της στρατιωτικής σκέψης. Ασφαλώς όχι αφ΄ ης στιγμής τα ειδοποιά του χαρακτηριστικά, μαζική βίαια κρούση και ταχύτητα, δεν προσιδιάζουν στο είδος του αγώνα, τον οποίο η φύση των θεάτρων στα οποία θα αγωνισθούμε, θα μας επιβάλλει να διεξαγάγουμε. Ίσως το ισραηλινό επιχειρησιακό δόγμα των δεκαετιών του 1960-70 θα ανταποκρινόταν περισσότερο στις ιδιαιτερότητες της εθνικής μας άμυνας, λόγω συνάφειας της κλίμακας και ομοιότητας της φύσης των απειλών, αν δεν εμπεριείχε το στοιχείο της προκατάληψης του αντιπάλου στον χώρο και στον χρόνο.
Η απάντηση μάλλον είναι ότι ήλθε η ώρα να απαλλαγούμε από κάθε μορφής πρότυπα και κηδεμονίες και να υπερβούμε την κατάσταση της ραστώνης, της αδράνειας και του εφησυχασμού στην οποία έχουμε περιέλθει. Η αφύπνισή μας σε αυτόν τον τομέα αποτελεί πλέον άμεσο και ύψιστο ζήτημα εθνικής ανάγκης και από αυτήν θα εξαρτηθεί η επιβίωσή μας ως έθνους. Μπορούμε να δανεισθούμε στοιχεία από διάφορες σχολές, ισχύοντα δόγματα καθώς και τη στρατιωτική ιστορία, ο τρόπος όμως τον οποίο θα υιοθετήσουμε σε όλα τα επίπεδα ανάλυσης, σχεδίασης και διεξαγωγής του πολέμου για να διαχειρισθούμε το πρόβλημα της εθνικής μας άμυνας, θα πρέπει να είναι αυθεντικά ελληνικός, απηλλαγμένος από κάθε ίχνος αγκυλώσεων και προκαταλήψεων, προσαρμοσμένος στις ιδιαιτερότητες του χώρου και των δυνατοτήτών μας και κυρίως ορθολογιστικά επιλεγμένος, ώστε να εναρμονίζει ιδανικά τα διατιθέμενα μέσα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Οι απαραίτητες βαθιές τομές μόνο από το ίδιο το στράτευμα μπορούν να προέλθουν, μέσω συλλογικής επιτελικής προσπάθειας. Η πολιτική ηγεσία δυστυχώς δεν αγνοεί απλώς παραμέτρους του όλου προβλήματος, αλλά ακόμα και αυτήν την ίδια την ύπαρξή του.
Ας μην μας διαφεύγει τέλος πως ο κυριότερος εκ των πιθανών μας αντιπάλων διαθέτει το πλεονέκτημα της πρωτοβουλίας της δράσης και της επιλογής του είδους, της έντασης, του χώρου και του χρόνου της σύγκρουσης. Το πλεονέκτημα αυτό καθιστά κρισιμότερο η ύπαρξη πιθανών πεδίων σύγκρουσης με διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπου σε άλλα κυριαρχεί το αεροναυτικό στοιχείο, ενώ σε άλλα το χερσαίο, και αυτό σημαίνει ότι το σχέδιο αντίδρασής μας οφείλει να είναι ιδιαιτέρως ευέλικτο και ευκόλως να μεταπίπτει από το ένα είδος πολέμου στο άλλο ή να συνδυάζει αρμονικά αμφότερα.
Έχει όμως και ένα σοβαρό μειονέκτημα το οποίο απορρέει από τον ρόλο που έχει επιλέξει να διαδραματίσει. Καθώς φιλοδοξεί να “πλασαριστεί” ως ο αδιαμφισβήτητος “ νταής” στην ευρύτερη περιοχή για να αποκομίσει στρατηγικά οφέλη, είναι φυσικό να ανησυχεί πέραν του δέοντος για την κηλίδωση αυτής του της εικόνας. Ίσως περισσότερο και από μια ενδεχόμενη ήττα του. Αυτό τον καθιστά ιδιαιτέρως ευάλωτο σε μια καλοσχεδιασμένη αποτρεπτική στρατηγική, της οποίας το κόστος είναι βέβαιο ότι είναι μικρότερο από μια θερμή αναμέτρηση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι χρειαζόμαστε περισσότερα μέσα και άνδρες, χωρίς να αποκλείεται βεβαίως η προμήθεια ορισμένων ορθολογιστικά επιλεγμένων οπλικών συστημάτων με γνώμονα τις απαιτήσεις και τους στόχους της σχεδίασης. Στη σύγχρονη θεωρία και κατά την κρατούσα άποψη, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι έχει εξασφαλισθεί το έλασσον της αριθμητικής και ποιοτικής επάρκειας που θίξαμε στην αρχή, τα απαιτούμενα για την εφαρμογή μιας αξιόπιστης αποτρεπτικής στρατηγικής ανάγονται στη νοητική και τη ψυχολογική σφαίρα, όπως είναι ο αιφνιδιασμός, η οικοδόμηση της φήμης του απρόβλεπτου, επικίνδυνου και αποφασισμένου για όλα, που μπορεί να προκαλέσει στον αντίπαλο ζημιά δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το όφελος που προσδοκά και άλλα συναφή.
Μιχάλης Γουνελάς
Νερατζιωτίσης 16-18, Μαρούσι, Αθήνα
Τηλ. 211 1835267/ 6976314940