Translate

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΥΡΟΒΟΛΑΚΗΣ-ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ


Ρουμπίνια στο χαρτί


Οι γλώσσες οι ερπύστριες συνέθλιψαν τoυς στίχους

Τους έκαναν μια μουσική , του ανέμου ένα κυματιστό μαράζι που κάλπαζε στο τίποτα

σκιάζοντας νεφελώματα ικτερικά στα τσιγκέλια με τα κρεμασμένα κρέατα του χάους.

Δεν είμαι εγώ για ποιήματα απόψε εγώ απόψε θέλω καφεΐνη και φτηνά αστέρια.

Είναι βλέπεις μια από τις νύχτες των γκρεμών που ανταριάζει η ματιά κακόβουλα φεγγάρια

κι ο νους ακροβολίζεται από το ενδεές τιτίβισμα μίας νεροποντής δευτερολέπτων

που αναιρεί το τέλος των σωμάτων , τη φωτεινή τους άχρονη Σισύφεια πορεία

πέρα απʼ τις πάχνες των γαλαξιών με τις χρυσές πυρρές του αθώου φανερώνοντας.

Κάτω απʼ το δέρμα μου τα νεύρα σύρθηκαν σα ρίζες φύτρωσαν στης γης το πόνο,

νιώθω το συμπαγές παράπονο της επιτόπιας μου παρουσίας,

τον ίλιγγο της δίψας της χορταρένιας γιήνης κραυγής.

Για αυτά που γράφω ο Μπρετόν θα ήταν ευτυχής

ένα ακόμα σουρεαλιστικό δεδικασμένο υπέρ των παγωμένων ποταμών του Ποσειδώνα,

εκεί στα όρια του απείρου και του κλιματιστικού.

Δεν ξέρω αν νικήσαμε , αυτό που ξέρω είναι ότι βγάλαμε τη νύχτα,

τι κι αν της χαραυγής η επιπεφυκίτιδα πονούσε πορφυρό ατσάλι,

σε λίγο με μια χούφτα από μελάνι θα βγω στη πλατεία να ταΐσω τις λέξεις που δεν τις πρόφερε ποτέ κανείς.

Εγώ του μελτεμιού το αλμυρό μειδίαμα, ο γητευτής της φλόγας των κεριών,

ένα μαύρο αδέσποτο, αποκαΐδι στο λυκόφως των θεών,

ο τυχοδιώχτης της οδύνης , ο θανατοποινίτης των ουράνιων τόξων.

Βρήκα στη πόρτα μου εχτές ένα καράβι από χαρτί μικρά ρουμπίνια φορτωμένο.

Για αυτούς που τα μεγαλύτερα ταξίδια τους γίνανε στα ρείθρα των πεζοδρομιών

κι αγόρασαν τα ναύλα τους από αστραπές γρίλιες του πουθενά και από σκυλίσια κλάματα στο κρύο.

Από το ρήμαγμα της μέρας και από μιας πόρνης τʼ αναφιλητά.

Από κατάγματα θαυμαστικών και από Κυριακές σακατεμένες.