Translate

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

ΝΟΤΑΤΙΟΝΕS(Φεβρουάριος 2013)//ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Αγαπητοί φίλοι, το varelaki ανοίγει μια νέα σελίδα ,η οποία θα αφορά μια ανθολογία σε εξέλιξη με θέμα <ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ>.Συλλέγουμε ποιήματα που έχουν ως θεματική τους το θέατρο,τη μάσκα,το δράμα,τη δραματουργία ή αναφέρονται σε θεατρικά έργα και δημιουργούς,καθώς και  άλλα  που σχετίζονται  γενικά με τη θεατρική διαδικασία και  το γίγνεσθαι της τέχνης του θεάτρου.Ακόμα θα συμπεριληφθούν  ποιήματα που ΔΕΝ έχουν μετωπική αναφορά στο θέατρο και σε όσα προαναφέρθηκαν ,αλλά διαθέτουν μια θεατρικότητα στη γραφή τους!Θα υπάρχουν πιθανότατα και σχετικά συνοδευτικά κείμενα.Εχει  συγκεντρωθεί ήδη κάποιο υλικό ,αλλά η αναζήτηση συνεχίζεται  με σθένος.Οπότε η σελίδα θα εμπλουτίζεται  με νέο υλικό σε βάθος χρόνου.Θα περιλαμβάνει ποιήματα  ελλήνων και ξένων δημιουργών,παλαιότερων,κλασικών,συγχρόνων .Επειδή αγαπάμε και τις δύο τέχνες,διερευνούμε  τον έντεχνο συσχετισμό τους,το <πάντρεμά> τους ,μέσα  στα πλαίσια της ποιητικής διαδικασίας.Η συλλογή του υλικού  δεν είναι πάντα εύκολη διαδικασία.Αντίθετα ,είναι σκληρή και χρονοβόρα,αλλά πιστεύουμε ότι αξίζει τον κόπο. 





Επιμέλεια :Aσημίνα Ξηρογιάννη
                  Θεατρολόγος -Συγγραφέας


*********


Κ.Π.ΚΑΦΑΒΗΣ


ΣΤΟ   ΘΕΑΤΡΟ


Βαρέθηκα να βλέπω την σκηνή,
και σήκωσα τα μάτια μου στα θεωρεία.
Και μέσα σ΄ενα θεωρείο είδα σένα
με την παράξενη εμορφιά σου και τα διεφθαρμένα νιάτα.
Κι αμέσως γύρισαν στο νου μου πίσω
όσα με είπανε το απόγευμα για σένα,
κι η σκέψις και το σώμα μου συγκινηθήκαν.
Κι ενώ κοίταζα γοητευμένος
την κουρασμένη σου εμορφιά,τα κουρασμένα νιάτα,
το ντύσιμό σου το εκλεκτικό,
σε φανταζόμουν και σε εικόνιζα,
καθώς με είπανε το απόγευμα για σένα.

[Α55,1904]

Κρυμμένα ποιήματα[1877;-1923],
φιλολογική επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδη,Εκδόσεις ΄Ικαρος.


ΘΕΑΤΡΟΝ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ(400μ.χ)

Πολίτου εντίμου υιός-προ πάντων ,ευειδής
έφηβος του θεάτρου ,ποικίλος αρεστός,
ενίοτε συνθέτω εν γλώσσα ελληνική
λίαν ευτόλμους στίχους,που τους κυκλοφορώ
πολύ κρυφά,εννοείται-θεοί!να μην τους δουν
οι τα φαιά φορούντες,περί ηθικής λαλούντες-
στίχους της ηδονής της εκλεκτής,που πιαίνει
προς άγονην αγάπη κι αποδοκιμασμένη.


ΘΕΑΤΗΣ ΔΥΣΑΡΕΣΤΗΜΕΝΟΣ

<Απέρχομαι,απέρχομαι.Μη κράτει με.
  της αηδίας και ανίας είμαι θύμα>.
<Πλην μειν΄ολίγον χάριν του Μενάνδρου.Κρίμα τόσον να στερηθείς>.
<Υβρίζεις,άτιμε.

>Μένανδρος είναι ταύτα τα λογίδια,
άξεστοι στίχοι και παιδαριώδες ρήμα;
 ΄Αφες ν΄απέλθω του θεάτρου παραχρήμα
  και λυτρωθείς να στρέψω εις τα ίδια.

>Της Ρώμης ο αήρ σ΄έφθειρεν εντελώς.
 Αντί να κατακρίνεις επαινείς δειλώς
  κι επευφημείς τον βάρβαρον-πώς λέγεται;

>Γαβρέντιος,Τερέντιος;-όστις απλώς
  δια Λατίνων ατελλάνας ων καλός,
  την δόξαν του Μενάνδρου μας ορέγεται>.


      NEOI THΣ ΣΙΔΩΝΟΣ(400 Μ.Χ.)

  Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
  απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.

  Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω
  κι είχε μια ελαφρά αυωδία ανθέων
  που ενώνονταν με τα μυρωδικά
  των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

  Διαβάστηκαν  Μελέαγρος και Κριναγόρας και Ριανός.
  Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
  <<Αισχύλος Ευφορίωνος  Αθηναίον τόδε κεύθει->>
  (τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
  το <<αλκήν δ΄ευδόκιμον>>,το <<Μαραθώνιον άλσος>>),
 πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
  φανατικό για γράμματα και φώναξε.

  <<Α δεν μ΄αρέσει το τετράστιχον αυτό.
   Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν σαν λιποψυχίες.
   Δώσε-κηρύττω-στο έργον σου  όλην την δύναμί σου,
   όλην την μέριμνα,και πάλι το έργον σου θυμήσου
   μές στη δοκιμασίαν,ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
   Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
   Κι όχι άπ΄ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
   της Τραγωδίας  τον Λόγο τον  λαμπρό_-
   τί Αγαμέμνονα,τί Προμηθέα θαυμαστό,
   τί Ορέστου,τί Κασσάνδρας παρουσίες,
   τί Επτά επί Θήβας-και για μνήμη σου να βάλεις
   μ ό ν ο που μες στων ουρανών τες τάξεις,τον σωρό
   πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη.>>

 

Ο Oιδίπους

Εγράφη έπειτα από ανάγνωσιν περιγραφής της ζωγραφιάς


«Ο Οιδίπους και η Σφιγξ» του Γουστάβου Μορώ.)

 



Επάνω του η Σφιγξ είναι πεσμένη

με δόντια και με νύχια τεντωμένα

και μ’ όλην της ζωής την αγριάδα.

Ο Οιδίπους έπεσε στην πρώτη ορμή της,

τον τρόμαξεν η πρώτη εμφάνισή της —

τέτοια μορφή και τέτοιαν ομιλία

δεν είχε φαντασθή ποτέ έως τότε.

Μα μ’ όλο που ακκουμπά τα δυο του πόδια

το τέρας στου Οιδίποδος το στήθος,

συνήλθε εκείνος γρήγορα — και διόλου

τώρα δεν την φοβάται πια, γιατί έχει

την λύσιν έτοιμη και θα νικήση.

Κι’ όμως δεν χαίρεται γι’ αυτήν την νίκη.

Το βλέμμα του μελαγχολία γεμάτο

την Σφίγγα δεν κυττάζει, βλέπει πέρα

τον δρόμο τον στενό που πάει στας Θήβας,

και που στον Κολωνό θ’ αποτελειώση.

Και καθαρά προαισθάνεται η ψυχή του

που η Σφιγξ εκεί θα τον μιλήση πάλι

με δυσκολώτερα και πιο μεγάλα

αινίγματα που απάντησι δεν έχουν.

(Πηγή: Κ. Π. Καβάφης, Άπαντα ποιητικά, εκδ. ύψιλον/βιβλία)

Aκολουθεί ένα ακόμα ποίημα που Καβάφη που χαρακτηρίζεται από μεγάλη θεατρικότητα:



«Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον»

Σάν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεί
ἀόρατος θίασος νά περνᾶ
μέ μουσικές ἐξαίσιες, μέ φωνές –
τήν τύχη σου πού ἐνδίδει πιά, τά ἔργα σου
πού ἀπέτυχαν, τά σχέδια τῆς ζωῆς σου
πού βγῆκαν ὅλα πλάνες, μή ἀνωφέλετα θρηνήσεις.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού φεύγει.
Προ πάντων νά μή γελασθεῖς, μήν πεῖς πως ἦταν
ἕνα ὄνειρο, πώς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου∙
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μήν καταδεχθεῖς.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
σάν που ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά πρός τό παράθυρο,
κι ἄκουσε μέ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι
με τῶν δειλῶν τά παρακάλια και παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τούς ἤχους,
τά ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού χάνεις.




[1911]


Γιώργος Σεφέρης

Θεατρίνοι, Μ. Α.

Στήνουμε θέατρα καὶ τὰ χαλνοῦμε
ὅπου σταθοῦμε κι ὅπου βρεθοῦμε
στήνουμε θέατρα καὶ σκηνικά,
ὅμως ἡ μοίρα μας πάντα νικᾶ.
Καὶ τὰ σαρώνει καὶ μᾶς σαρώνει
καὶ τοὺς θεατρίνους καὶ τὸ θεατρώνη
ὑποβολέα καὶ μουσικοὺς
στοὺς πέντε ἀνέμους τοὺς βιαστικούς.
Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες αἰσθήματα, πέπλα στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι καὶ κραυγὲς
κι ἐπιφωνήματα καὶ χαραυγὲς
ριγμένα ἀνάκατα μαζὶ μ᾿ ἐμᾶς
(πές μου ποῦ πᾶμε; πές μου ποῦ πᾶς;)
Πάνω ἀπ᾿ τὸ δέρμα μας γυμνὰ τὰ νεῦρα
σὰν τὶς λουρίδες ὀνάγρου ἢ ζέβρα
γυμνὰ κι ἀνάερα, στεγνὰ στὴν κάψα
(πότε μᾶς γέννησαν; πότε μᾶς θάψαν!)
Καὶ τεντωμένα σὰν τὶς χορδὲς
μιᾶς λύρας ποὺ ὁλοένα βουίζει. Δὲς
καὶ τὴν καρδιά μας ἕνα σφουγγάρι,
στὸ δρόμο σέρνεται καὶ στὸ παζάρι
πίνοντας τὸ αἷμα καὶ τὴ χολὴ
καὶ τοῦ τετράρχη καὶ τοῦ ληστῆ.



*************



Λάμπρος Πορφύρας




ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ


Δεν ξέρω πως να σου το πω.Μα ο δρόμος χθες το βράδυ
μες στη σταχτιά τη συννεφιά σα θέατρο είχε γίνει΄
μόλις φαινόταν η σκηνή στ΄ανάριο το σκοτάδι
και σα σκηνές φαινότανε μακριά μου οι θεατρίνοι.




Τα σπίτια πέρα,κι οι αυλές και τα κλωνάρια αντάμα
έλεγες κι ήταν σκηνικά παλιά κια ξεβαμμένα,
κι εκείνοι εβγαίναν κι έπαιζαν τ΄αλλόκοτό τους δρόμα
κι άκουγες βόγγους κι άκουγες και γέλια ευτυχισμένα.




Εγώ δεν ξέρω.Εβγαίνανε κι εσμίγαν κι επαγαίναν,
κι ήταν μια παρασταση και θλιβερή κι ωραία,
κι εβγαινε- θε μου!κι η νυχτιά ,καθώς επαρασταίναν
έβγαινε-θέ μου !κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία.



                        Ποιητική ανθολογία,Εκδόσεις Πάπυρος

***********
********




ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ 







 Ποίηση υπό μορφή (θεατρικού) μονολόγου




Η σονάτα του σεληνόφωτος

(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)
Aφησέ με να 'ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου.
Οταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.
Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ώς εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι αϋλη,
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.
Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου.
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία -
λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει
ή να κρατήσει ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου
είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς
με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε
οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.
Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64 -
κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια - κακή συνήθεια) - 32, 64 -
κ' οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου 'λεγα για την πολυθρόνα -
ξεκοιλιασμένη - φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα -
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση - τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ' τη βροχή ή το φεγγάρι.
Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου.
Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ' Αϊ Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ' το φεγγάρι
που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων -
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ' τ' αδηφάγα μάτια των αντρών
κι απ' τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα 'βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα 'βλεπα)
- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,
σου φθάνει ο θαυμασμός σου, -
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ' έξω κι από μέσα,
άλλος δε μου 'μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. -
Οχι, δε φτάνει.
Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου.



Γιάννης Ρίτσος, Η σονάτα του σεληνόφωτος, Αθήνα, Κέδρος, 1997





Μάριος  Μαρκίδης 



ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΤΡΕΛΟΥ


                          Καημένε μου Γιόρικ



Κάπως λοξός,ουχ ήττον όμως και δεινός στοχαστής
-έτσι σε εκλαμβάνουν οι σημερινοί αγιογράφοι-
Κλειστός άνθρωπος ο Αμλετ.Πνευματικά ασταθής.
Μιλάει για να ζει και ζει μόνο για να γράφει.



Προνόμια δικά μου καταχράται αυτός ο ποιητής.
Ονειρεύεται,μας λέει,διαρκώς τα όνειρά του
της φθηνής πραγματικότητας δήθεν αρνητής:
Ψέματα.Απλώς παρακμάζει η μπογιά του.

(Βαποράκια,Νεφέλη)


O Oιδίποδας στον Κολωνό

Θέλεις από νοσταλγία,θέλεις από πλήξη θα προτιμήσω
να ξαναπάρω το δρόμο προς τα πίσω.
Ζητιάνος έστω,γύφτος,με τσιμπλιασμένα μάτια
παρά βαπόρι στην αθηναίικη πραμάτεια.


Έγραψα μέτρια,ίσως δυσάρεστα ποιήματα.
Κλείσαμε πάντως τώρα το ταμείο
η Αντιγ'ονη μου θα φροντίσει και τους δύο
-ιδίως πώς θ΄απαντηθούν τα ερωτήματα.

Πολιτική συνείδηση μηδέν,έργο κοινωφελές καθόλου
κουρελιάστηκε στα μήντια το όνομά μου.
Σκανδάλισε τους χρηστούς πολίτες το αμάρτημά μου
"Τί κτήνος γείτονα!Τέρας,φύτρα του διαόλου

Πατροκτόνος ,σου λέω,αιμομίχτης!Καθίκι"
Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω.
-Πίνω τον πρωινό καφέ μου σκέτο
και προτιμώ να νοσηλεύομαι οίκοι .

(Παρά Ταύτα,Νεφέλη)


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ


«Να με φωνάζεις Ισμαήλ», είπε το ελάφι
στον κυνηγό. Ένα δέντρο· και το φως:
μικρά κρυστάλλινα πουλιά στη φυλλωσιά.
Βαθιά στη γη, μαρμάρινες παρθένες
περίμεναν τον πρίγκιπα
ασπάλακα στο υπερώο του Άδη.
Στην εύοσμη καρδιά του πρωινού,
το μυρμήγκι θησαύριζε τον χειμώνα του
κι ο τζίτζικας διάβαζε αρχαίους τραγικούς,
αποστηθίζοντας την ένδοξη πενία του.

Μια δύσκολη σκιά που προσπαθούσε
να κρύψει τα φτερά της στην σκιά της.
Φτερά! Ξυράφια, πες,
που άνοιγαν τις φλέβες των βράχων
να τρέξει ήμερος χαλκός
σαν ψυχή ή άλλο κάτι
αίθριο σε ζωντανό βυθό.
Ο κυνηγός:
«Επειδή άκουγα φωνές μέσα στη νύχτα, από παιδί,
πιστεύω πως ο η θάλασσα ξέρει πώς θα τελειώσουμε
πάνω σ’ αυτήν την πέτρα. Μα δεν μιλάει σ’ αυτούς
που δεν ακούν φωνές μέσα στη νύχτα
κι εγώ είμαι πια ένα δέντρο στην άκρη του γκρεμού:
ερείπιο της σιωπής εκείνου του παιδιού
που άκουγε φωνές μέσα στη νύχτα.
Κι όλο νομίζω πως φυσάει. Ασάλευτα όλα·
κι όμως φυσάει. Σίγουρα: αυτή η ακινησία
είναι ένα ψέμα τέλεια... σκοτωμένο.
Εκτός αν ονειρεύομαι. Μα πάλι
τι όνειρο είναι αυτό που μοιάζει
τόσο εύκαιρα με όνειρο;»
Το ελάφι:
«Μα δεν συμβαίνει τίποτα.
Απλά είναι η ζωή σου».
«Ω, Ισμαήλ,
πάψε· δεν είναι όλα
αφηγήσεις. Υπάρχουν τραύματα, πληγές,
φιλιά, χεριά που τρέμουν σε άλλα χέρια.
Δεν λέγονται όλα, Ισμαήλ.
Ό,τι δεν είπε ο Οδυσσέας, δεν θα το πει
ούτε στον πιο τρελό Ιρλανδό.
Στέκομαι εδώ.
Δεν φεύγω ούτε καν
όταν στο βάθος η βροχή γυμνώνει
τα στήθη της. Δεν σκέφτομαι να φύγω
ούτε καν όταν η νύχτα
με προκαλεί γυμνή μες στο νερό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου