Translate

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Λογοτεχνικές διαδρομές: Στη μνήμη του Βαγγέλη Αθανασόπουλου Μια ποιητική συλλογή και ένα συνέδριο προς τιμήν του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

  Κουζέλη Λαμπρινή
πηγή http://www.tovima.gr//culture/article/?aid=493459

 

Τον περασμένο Νοέμβριο έκλεισε ένας χρόνος από τον πρόωρο θάνατο του ποιητή, κριτικού, πανεπιστημιακού δασκάλου, πεζογράφου και μεταφραστή Βαγγέλη Αθανασόπουλου (1946-2011). Την ημέρα της κηδείας του στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, στις 29 Νοεμβρίου 2011, ο καθηγητής Γιώργης Γιατρομανωλάκης είχε συμπυκνώσει χαρακτηριστικά το ήθος και το ύφος του ανθρώπου σε έναν συγκινητικό επικήδειο: «Μου έλεγες, σε μια συζήτηση, Βαγγέλη, πως εμείς οι θνητοί έχουμε γραμμένα μέσα μας, στα σώματά μας τα σημάδια του θανάτου μας. Αυτά είναι που δίνουν το νόημα. Αυτά είναι που δείχνουν το πρόσωπό μας.

»Οι περισσότεροι, έλεγες, ούτε που τα διακρίνουν. Άλλοι κάτι συλλαβίζουν. Κι άλλοι, όπως εσύ, τα διαβάζουν καθαρά. Από τότε. Τα διάβαζες. Με αυτό το δεδομένο κάθε οίηση περιττεύει, μου έλεγες. Περιττός, μάταιος κάθε χαριεντισμός – δική σου λέξη – για μας που εξακολουθούμε ακόμη και ονομαζόμαστε Έλληνες. … Η μόνη δόξα που έχουμε, έλεγες, είναι η δόξα της φθοράς μας. Η ένδοξη φθορά μας. Η δόξα των ερειπίων μας. … Αυτό λοιπόν έκανες μια ζωή. Να μελετάς τα σημεία της φθοράς στο σώμα σου. Και από εκεί στα σώματα, στα σώματα/βιβλία των συγγραφέων μας. Τα διάβαζες. Τα μελετούσες αυτά τα σημάδια τα αποτυπωμένα στις στιγμές της δημιουργίας. Τα αποκρυπτογραφούσες για όλους μας, φίλους, φοιτητές, αναγνώστες, σκοτεινός προφήτης και μοναχικός περιπατητής κειμένων ως ήσουν. Και μας τα έλεγες. Μας τα έγραφες. … Όμως αυτό δεν σου έφθανε. Έπρεπε να μας δείξεις ολοφάνερα τα σημάδια του θανάτου και πάνω στο σώμα σου …».

Ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1946. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και στο Λονδίνο και δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία, συγκριτική γραμματολογία και θεωρία λογοτεχνίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών ως το 2011, όταν έχασε την παροιμιώδη άνιση μάχη με τον καρκίνο. Άφησε πίσω του τρία ποιητικά βιβλία – «Εαυτόν τιμωρούμενος» (1976), «Αιτίες θανάτου» (1984), «Το πορνικό δέντρο» (1986) –, δύο βιβλία πεζογραφίας – «Το αντίδοτο της γραφής» (1985), «Ο κάτοχος του σώματος» (1986) –, μεταφράσεις (J. Baudrillard, W. Blake, S. T. Coleridge, Cl. Lévi-Straus, E. Pound, P. Ricoeur, L. Wittgenstein), πολλές φιλολογικές μελέτες και κυρίως πολλούς φοιτητές εκπαιδευμένους καταρχήν στη διαισθητική, συγκινησιακή επαφή με τα κείμενα και έπειτα στο ξεκλείδωμά τους με τα εργαλεία της θεωρίας της λογοτεχνίας, εργαλεία ακονισμένα πρώτα στους τροχούς της Ιστορίας, της βιογραφίας και της γλώσσας.

Ήταν λογοτέχνης, επιστήμονας φιλόλογος αλλά και κριτικός. Το κριτικό προφίλ του Βαγγέλη Αθανασόπουλου συνοψίζει στο «Βήμα» ο παλαιός φοιτητής του, νεοελληνιστής Γιώργος Περαντωνάκης: «Ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος άσκησε συστηματικά κριτική σε ποικίλα έντυπα αλλά πιο σταθερά στη ''Βιβλιοθήκη'' της ''Ελευθεροτυπίας''. Τον ενδιέφερε κυρίως η ξένη πεζογραφία και το δοκίμιο, για τα οποία έγραψε βιβλιοκρισίες με οξεία ματιά, με άριστη εφαρμογή της θεωρίας, με σαφείς όσο και δύσκολους αποδεικτικούς συλλογισμούς, αναζητώντας τη βαθύτερη ανθρώπινη συνείδηση».

Η όψη του, το βλέμμα του, οι παύσεις στην ομιλία του έδιναν όταν τον πρωτοσυναντούσες την εντύπωση ανθρώπου χαμένου στις σκέψεις του. Ο λόγος του διέψευδε στη συνέχεια αυτή την εντύπωση: σαφής, πραγματικός, συγκεκριμένος . Ήταν αυτός ο τρόπος του. Φτιαγμένος από τη στόφα του φιλοσόφου, ο Αθανασόπουλος απομακρυνόταν από τα πράγματα για να τα αντικρίσει στην ευρύτερη προοπτική τους και επέστρεφε για να εκφράσει τα ιδωμένα, με την ενορατική γνώση του ποιητή και τον ακριβόλογο λόγο του επιστήμονα.

Αυτό έκανε και με τη δική του αρρώστια. Το μαρτυρούν τα ποιήματα που τυπώθηκαν μετά θάνατον στην ποιητική συλλογή «Προετοιμασία ταφής» (Καστανιώτης, 2012). Στο ομότιτλο ποίημα της συλλογής γράφει:

«Τον έγδυσαν και τον ξάπλωσαν ανάσκελα στο κρεβάτι
με τα χέρια κολλητά πάνω στον κορμό του,
με ελαφρά ανασηκωμένους ώμους,
με τα πόδια εντελώς κλειστά.
Σ’ αυτή τη στάση φαινόταν πολύ μακρύς
– δηλαδή πολύ ψηλός αν ήταν όρθιος.
Σαν ξύλινο ξόανο που το είχαν βγάλει από τη θέση του
και το είχαν απιθώσει πάνω σε σεντόνια,
για να μη σημαδευτεί η ξύλινη επιφάνεια
ώσπου να το στήσουν ξανά στη θέση του
».

«Σ’ αυτό το ποίημα ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος περιγράφει, προληπτικά, πεισματικά, λίγο πριν από τον θάνατό του, τη δική του ταφική προετοιμασία. Θεατής του ενταφιασμού του τότε, παραμένει τώρα όρθιος “ξανά στη θέση του”. Ηττημένος νικητής. Όπως όλοι οι νεκροί ποιητές», λέει στο «Βήμα», ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης.

Όλη η πορεία της αρρώστιας, οι σκέψεις στις άυπνες νύχτες, η σιωπή του νοσοκομείου τον Δεκαπενταύγουστο, οι διάλογοι με τις νοσοκόμες, τα ταξίδια στο παρελθόν μαζί με τα οστά της μητέρας, η συνομιλία με τον θάνατο καταγράφονται σε αυτή την έσχατη ποιητική κατάθεση, 25 χρόνια μετά την τελευταία ποιητική συλλογή του. Ο ποιητής εξομολογείται:

«Τώρα όμως οι μεγάλες συνθέσεις της ζωής
φαίνονται πια παρελθόν,
και δεν μπορώ παρά να ζητήσω συγγνώμη
από την ποίηση έτσι όπως τη φαντάζομαι.
Ζητώ συγγνώμη που απλώνω τις λέξεις πάνω στη
σελίδα.
Είχα δεκαετίες να το κάνω,
αλλά είναι πια τόσο λίγες, που αν δεν το έκανα,
δεν θα φαίνονταν καθόλου
».

Η συλλογή κυκλοφόρησε τον περασμένο Νοέμβριο με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τον θάνατο του Βαγγέλη Αθανασόπουλου. Στο ποίημα «Πεθαίνοντας μες στη χαμένη οικειότητα» ο συγγραφέας ευχαριστεί συγκινητικά όσους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, συντρόφεψαν τις τελευταίες του στιγμές γλυκαίνοντας με τη μουσική τους την υπαρξιακή μοναξιά του.

«Έτσι όπως εξελίχθηκε η αρρώστια μου,
βοήθησαν πολλοί να μην πεθάνω γρήγορα,
με αιμοδοσίες άμεσες και έμμεσες, κυριολεκτικές και
μεταφορικές.
Μαζί με το αίμα τους μου έφερναν και κάποιο λουλούδι,
και κάποια παρουσία που με ξάφνιασε, γιατί είχα πολύ
καιρό να μιλήσω
με άνθρωπο.
Κι έτσι η αναπάντεχη συγκίνηση ήταν πολύ πιο δυνατή
από τον σωματικό πόνο,
και το τέλος ερχόταν πιο γρήγορα κι ανώδυνα.
Τους ευχαριστώ όλους για τη γλυκιά μουσική και τη
δυνατή μορφίνη τους
».

Συνέδριο στη μνήμη Βαγγέλη Αθανασόπουλου

Αφιερωμένο στον φιλόλογο Βαγγέλη Αθανασόπουλο, τον μελετητή του Βιζυηνού, του Κάλβου, του Κόντογλου, του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη είναι το τριήμερο επιστημονικό συνέδριο που πραγματοποιείται από την Πέμπτη 17 Ιανουαρίου έως το Σάββατο 19 Ιανουαρίου στο αμφιθέατρο «Ιωάννης Δρακόπουλος» του κεντρικού κτιρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών (Πανεπιστημίου 30).

Το θέμα του συνεδρίου είναι «Λογοτεχνικές διαδρομές: Ιστορία – Θεωρία – Κριτική» και στη διάρκειά του θα παρουσιαστούν ζητήματα που αφορούν τόσο τον χώρο της νεοελληνικής πεζογραφίας όσο και της ποίησης και της κριτικής αλλά και τις σχέσεις τους με ξένες λογοτεχνικές παραδόσεις.

Μιλούν οι νεοελληνιστές πανεπιστημιακοί: Θανάσης Αγάθος, Δημήτρης Αγγελάτος, Λάμπρος Βαρελάς, Γεωργία Γκότση, Βρασίδας Καραλής, Κώστας Κασίνης, Αγγέλα Καστρινάκη, Μαίρη Μικέ, Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, Χριστίνα Ντουνιά, Γιάννης Ξούριας, Γιάννης Παπακώστας, Γιώργος Πεφάνης, Έρη Σταυροπούλου, Άννα Τζούμα, Μιχάλης Χρυσανθόπουλος και άλλοι.


Αναλυτικά οι σύνεδροι και το πρόγραμμα του συνεδρίου

Ανακαλύφθηκαν ανέκδοτα χειρόγραφα του Ρόμπερτ Μπερνς Ποιήματα και επιστολές του εθνικού ποιητή της Σκοτίας βρέθηκαν δύο αιώνες μετά

Οταν ο Μπομπ Ντίλαν ερωτήθηκε στη διάρκεια συνέντευξης ποιο ήταν το τραγούδι ή το ποίημα, ποιοι ήταν τέλος πάντων οι στίχοι που ως άκουσμα τον επηρέασαν περισσότερο, απάντησε το «Μy love is like a red red rose» του Ρόμπερτ Μπερνς (1759-1796), του Βάρδου της Σκοτίας. Ο Τζον Στάινμπεκ και ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ εμπνεύστηκαν επίσης τους τίτλους των πασίγνωστων μυθιστορημάτων τους «Ανθρωποι και ποντίκια» και «Ο φύλακας στη σίκαλη» από στίχους του σκοτσέζου ποιητή, του οποίου ανέκδοτα χειρόγραφα και επιστολές, ξεχασμένα ανάμεσα στις σελίδες ενός τόμου ποιημάτων του, ανακαλύφθηκαν πρόσφατα κομίζοντας νέα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του.

Γιος αγρότη, με στοιχειώδη επίσημη μόρφωση, κυρίως αυτοδίδακτος, ο Ρόμπερτ Μπερνς ήταν μια προδρομική ρομαντική φιγούρα: πνεύμα ατίθασο, παθιασμένος πρεσβευτής των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης, μελαγχολικός και ενθουσιώδης, ακατάλυτα δεμένος με τη φύση, διαρκώς διακινούμενος από τον έρωτα, πατέρας δώδεκα παιδιών, θαυμαστής της λαϊκής κουλτούρας και συλλέκτης δημοτικών τραγουδιών. Οταν πλέον έφτασε σ' εμάς, στον 20ό αιώνα, πλαισιωνόταν με τη γοητευτική άλω της χαρισματικής cult φυσιογνωμίας.

Αρχισε να σκαρώνει ποιήματα στα 15 του ενώ δούλευε στη φάρμα του πατέρα του. Πρωτοτύπωσε ποιήματά του το 1786, από το τυπογραφείο του Τζον Γουίλσον στο Κίλμαρνοκ, τη συλλογή Poems, Chiefly in the Scottish dialect (Ποιήματα, κυρίως στη σκοτσέζικη διάλεκτο) με την ελπίδα να βγάλει μερικά χρήματα για να πληρώσει το εισιτήριό του για την Τζαμάικα, όπου είχε βρει δουλειά ως λογιστής σε φυτεία. Τα ποιήματα είχαν μεγάλη επιτυχία, η μετανάστευση στην Τζαμάικα ξεχάστηκε, η Ιστορία έκανε τη δουλειά της.

Μέσα στις σελίδες του τόμου The Works of Robert Burns, στην εικονογραφημένη έκδοση του Γουίλιαμ Σκοτ Ντάγκλας, βρέθηκαν τρία χαμένα χειρόγραφα του ποιητή και επιστολές που είχε ανταλλάξει με φίλους του. Μεταξύ αυτών και μία επιστολή από την Αγκνες Μακέιλοζ, μια νεαρή παντρεμένη γυναίκα που αποκαλεί στα ποιήματά του «ερωμένη της ψυχής μου» και «βασίλισσα των ποιητριών», με την οποία αλληλογραφούσε με το ψευδώνυμο Σιλβάντερ. Εκείνη του απαντούσε ως Κλαρίντα.

Τρεις μήνες μετά τον πρώιμο θάνατό του σε ηλικία 37 ετών -κατάληξη της εύθραυστης υγείας του-, η Κλαρίντα γράφει στον Γουίλιαμ Μάξγουελ, τον γιατρό και φίλο του Μπερνς, να της επιστρέψει τις προσωπικές επιστολές που είχε στείλει στον ποιητή και σημειώνει ότι θα του είναι ευγνώμων αν της στείλει μαζί και ένα μικρό χρονικό των τελευταίων στιγμών του φίλου τους.

Ο Κρις Ρόλι, ο μελετητής του Μπερνς που ανακάλυψε τα χειρόγραφα και τα παρουσίασε σε συνέδριο στο Centre for Robert Burns Studies στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης στις 12 Ιανουαρίου, δεν ήταν προετοιμασμένος για την έκπληξη που τον περίμενε όταν δέχτηκε το τηλεφώνημα κάποιας γνωστής του. Η γυναίκα ισχυριζόταν ότι μέσα σε ένα αντίτυπο ποιημάτων του Μπερνς το οποίο βρισκόταν στη βιβλιοθήκη της -έκδοση του 1877-1879, που ανήκε κάποτε στον Γουίλιαμ Πάτερσον, εκδότη του Μπερνς- βρήκε χειρόγραφα του ποιητή. «Δεν είναι λίγοι αυτοί που μου τηλεφωνούν για να μου ανακοινώσουν παρόμοιες ανακαλύψεις», είπε στον βρετανικό Τύπο ο μελετητής, «γι' αυτό προσπάθησα να την προσγειώσω. Εκείνη όμως επέμενε να ρίξω μια ματιά. Οταν είδα το υλικό, κατάλαβα ότι επρόκειτο για αυθεντικά κείμενα».

Ο τόμος περιείχε μια καταγραφή του δημοτικού τραγουδιού «Phillis the fair» από το χέρι του Μπερνς με μικρές διορθώσεις, ένα προσχέδιο της ωδής του «Ode to a Woodlark», που είχε δημοσιευθεί το 1877-1879 αλλά ήταν χαμένη έκτοτε, μια επιστολή του Μπερνς προς «Ρόμπερτ Μιούιρ, Κίλμαρνοκ», την επιστολή της Κλαρίντα στον Μάξγουελ αλλά και επιστολή της στον Μπερνς.

Τα χειρόγραφα έχουν ήδη πουληθεί σε συλλέκτη, η ανακάλυψή τους όμως εγκαινιάζει έναν νέο κύκλο ερευνών γύρω από τη ζωή και το έργο του Ρόμπερτ Μπερνς και συμβάλλει στην ανανέωση της μυθολογίας του.

Στα ελληνικά αυτοτελείς εκδόσεις ποιημάτων του δεν κυκλοφορούν. Οι δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά είναι επίσης σπάνιες και περιστασιακές. Φαίνεται πως κάποιο ενδιαφέρον υπήρχε στην περίοδο του Μεσοπολέμου, όταν βρίσκουμε μεταφρασμένα ποιήματά του στα λογοτεχνικά περιοδικά Βωμός (1918-1922) και Παρασκήνια (1924-1928). Στις μέρες μας, ενδεικτικό είναι ότι στα αδελφά περιοδικά Ποίηση (1993-2007) και Ποιητική (2008 κ.ε.) -στα οποία ο μεταφρασμένος αγγλόφωνος ποιητικός λόγος έχει δεσπόζουσα θέση- δεν έχουν δημοσιευθεί ποιήματα του Ρόμπερτ Μπερνς. Αυτό ίσως οφείλεται «στο γλωσσικό του ιδίωμα, την παλαιότητά του, στη ρίμα, στην τεχνοτροπία του» δίνει μια εξήγηση ο ποιητής Χάρης Βλαβιανός, διευθυντής των περιοδικών.

Ο Ρόμπερτ Μπερνς πέθανε στο Ντάμφρις της νότιας Σκοτίας το 1796, από διάφορες επιπλοκές που ακολούθησαν μια εξαγωγή δοντιού. Εκτός από τα ποιήματά του άφησε πίσω του ένα κληροδότημα περίπου 200 σκοτσέζικων δημοτικών τραγουδιών που κατέγραψε και διέσωσε. Το «Μy love is like a red red rose» («Η αγάπη μου μοιάζει με κόκκινο, κατακόκκινο ρόδο») ήταν ένα από αυτά.

Τα γενέθλια του Ρόμπερτ Μπερνς αποτελούν εθνική γιορτή στη Σκοτία αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου όπου υπάρχουν κοινότητες Σκοτσέζων και γιορτάζονται με μεγάλα δείπνα, δημόσιες αναγνώσεις και μουσικοθεατρικές εκδηλώσεις. Είχε γεννηθεί στις 25 Ιανουαρίου του 1759.