Translate

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

notationes /// NOEMBΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 /// ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ /// ΠΟΙΗΜΑΤΑ




                                                                       



'Οταν μιλάω στο τηλέφωνο
Φοράω πάντα τα γυαλιά μου
Λες και μου μιλούν 
Με γραμμένες τις λέξεις
Ομως κι εγώ
Σαν να διαβάζω τα λόγια μου είναι
Γεμάτα μυστικά
Λόγια  ανήσυχα
Γραμμένα βιαστικά
Και για τους άλλους δυσανάγνωστα
Τα χρειάζομαι
Για να ακούω πιο καθαρά.

***

ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ τραύμα
Από τσέρκι -στη θάλασσα
'Αρχισε ξαφνικά να αιμορραγεί
Το αίμα κεφαλάκια καρφίτσας
'Ενα ένα και κοντά κοντά
Σαν τα κεριά
Που παίρνουν φως το ένα άπ' τ'άλλο
Έδωσαν μορφή
Σ' ένα αιμάτινο κόσμημα
Στο γόνατό σου
Δε στάζει
Μένει εκεί
Ένα κομμάτι φεγγαριού
Σε χάωση
Το γιατρέψαμε μόνοι μας
Με καπνό τσιγάρου
'Απ τις τσίμπες
Που μαζέψαμε από χάμω
Ακόμα μ ' ένα τάμα στην ''Κοίμηση''
Που περιμένει
Δεν τρέξαμε σε  γιατρούς
Ούτε σε φαρμακείο
Λες και γνωρίζαμε από τότε
Βρέφη σχεδόν
Πως μερικές πληγές
Δεν κλείνουν

 ***

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ όταν δεν γράφουν μαραζώνουν
Ορκίζονται στον εαυτό τους
Πως η αιτία είναι άλλη
Κάποια ασθένεια του σώματος που έρχεται
Ίσως οι έρωτες που έσβησαν
Βάζουνε τάξη στην κάμαρά τους
Παλιά κλειδιά και αποδείξεις
Τίποτε δεν ανοίγουν ετούτα τα κλειδιά
Κι οι αποδείξεις  δεν παραγράφουνε κανένα χρέος
Διπλώνουνε τα ρούχα τους
Όπως οι ιερείς τα άμφια
Περπατούν αργά προσεχτικά
Σαν ηλικιωμένοι τουρίστες
Τάξη τάξη
Δεν πιάνουν πια χαρτί
Το άσπρο τους τρομάζει


 ***



*ΘΑ ΚΑΠΝΙΖΩ,Γαβριηλίδης,2004













notationes /// NOEMBΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 /// ΠΕΤΡΟΣ ΠΟΛΥΜΕΝΗΣ /// ΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ





                                                     





Ποιητική επανεκκίνηση

 


Από τη δεκαετία του '80 έγιναν αισθητές δύο διακριτές τάσεις στη σύγχρονη ποιητική γραφή: η άμορφη και η ομοιόμορφη ποίηση. Στα άμορφα ποιήματα δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη φροντίδα για τη μορφή τους. Ο αναγνώστης διαβάζει λίγο-πολύ οικείες γλωσσικές διατυπώσεις, σε ευθυγράμμιση με την καθομιλουμένη γλώσσα, χωρίς κάτι να τον ξενίζει, και ίσως να τον απομακρύνει από την ποιητική γραφή. Απουσιάζουν τα πλέγματα γλωσσικής γοητείας, όπως τα αποκαλεί ο Ελύτης, αν και λανθάνει ενίοτε ένας διασκελισμός ή μία μεταφορά.
   Στις καλύτερες περιπτώσεις επιτυγχάνεται μία ατμόσφαιρα. Ενδεικτικά είναι αρκετά ποιήματα του Χάρη Βλαβιανού ή η πρόσφατη συλλογή «Τέσσερις εποχές» του Κώστα Μαυρουδή. Δεν πρέπει εδώ να συγχέεται η άμορφη ή πεζολογική ποίηση με την πεζόμορφη. Η τελευταία, αν και χωρίς στιχούργηση με φανερή τομή (σπάσιμο του στίχου), ενσωματώνει μια εικονοποιητική φαντασία, δραματουργική ανάπτυξη, πύκνωση νοημάτων ή αιφνίδιες μεταφορές. Κάτι που συμβαίνει, για παράδειγμα, σε ποιήματα του Αργύρη Χιόνη ή του Επαμεινώνδα Γονατά.
Αρκετές μπορεί να είναι οι επιφυλάξεις έναντι της άμορφης ποίησης, όπως περί του πώς εν τέλει οριοθετείται ένα ποίημα από τις, για παράδειγμα, ημερολογιακές σημειώσεις ενός πεζογράφου. Παρ' όλ' αυτά η άμορφη ποίηση θέτει κρίσιμα ερωτήματα για τη γλώσσα της ποίησης. Οπως για τις μεταβάσεις -ενίοτε ακροβατικές- από την κοινή γλωσσική χρήση σε ένα γλωσσικό ιδίωμα. Από την καθημερινότητα, σε μια ποιητική παρέκκλιση. Η δε στάση ενώπιον τέτοιων μεταβάσεων, τόσο γλωσσικά όσο και βιωματικά, είναι ικανή να δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο ποιητικό ύφος. Εναν διακριτό τρόπο στις λέξεις και την πλέξη τους, σπάζοντας την πλήξη. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι βρέθηκαν στο κέντρο των φιλοσοφικών ερευνών του Βιτγκενστάιν.
Ως αντίδραση στην άμορφη ποίηση, σχεδόν ταυτόχρονα, εμφανίζεται η ομοιόμορφη ποίηση. Ενδεικτικό είναι το έργο ποιητών όπως οι Καψάλης και Κοροπουλης, έχοντας τη συνηγορία κριτικών δοκιμίων του Μπερλή. Η πλευρά ετούτη δίνει έμφαση στη μορφή ενός ποιήματος, μόνο που επιδιώκει μια εξωτερική ομοιομορφία, όπως αυτή προκύπτει από τη συμμόρφωση με παραδοσιακά μετρικά σχήματα: αυστηρή εφαρμογή μέτρων και ομοιοκαταληξίας. Αναδεικνύει την ανάγκη για συνάφεια ποίησης και τραγουδιού, καθώς και την επιστροφή σε αναγνωρίσιμες, πάνω-κάτω, κοινές φόρμες. Με το πάθος του ζηλωτή αναθεματίζονται ρεύματα, όπως μοντερνισμός, συμβολισμός, υπερρεαλισμός, επαναφέροντας παράλληλα τον Παλαμά στην κορυφή του ποιητικού μας Παρνασσού. Γόνιμο ή όχι το ρεύμα ετούτο, θα φανεί από τα ποιήματα που γράφτηκαν ή θα γραφτούν υπό την επήρειά του. Φυσικά, τίποτα δεν αποκλείει την εμφάνιση εκείνης της ποιητικής ιδιοφυΐας -ενός Σολωμού του 21ου αιώνα- που με τους απαστράπτοντες στίχους του θα μας κάνει να ξεχάσουμε ποιος στίχος ριμάρει με ποιον, ή πώς οργανώνεται το σονέτο και η τερτσίνα. Πάντως η ομοιόμορφη ποίηση έχει μια χρησιμότητα: μας υπενθυμίζει ότι ένα ποίημα δεν είναι λέξεις ατάκτως ερριμμένες επί χάρτου, ή πόσο δραστικός μπορεί να είναι στη σάτιρα ένας ομοιοκατάληκτος στίχος.
Τα δύο αυτά άκρα, άμορφης και ομοιόμορφης ποίησης, έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Εμφανίζουν εαυτόν, ρητά ή υπόρρητα, ως εγγύηση για την επιστροφή του αναγνωστικού κοινού στην ποίηση. Ομως η απαίτηση για την ποίηση είναι πρωτίστως μία: να είναι αληθινή. Να συνομιλεί δημιουργικά με την κρυσταλλωμένη ποιητική παράδοση, εμπλουτίζοντας τον τρόπο των λέξεων. Να χαρίζει ποιήματα-μικρογραφίες ψυχής και κόσμου, στο όριο αυτών. Ουσιώδες είναι εδώ το ερώτημα του Κονδύλη, που σκόπιμο είναι να απασχολεί όποιον γράφει και διαβάζει: τι λέει ένα κείμενο και αν έχει κάτι να πει. Εφ' όσον δε η ποίηση είναι η κατ' εξοχήν τέχνη του τρόπου των λέξεων, θα προσθέταμε το εξής: πώς το λέει. Ο δε τρόπος των λέξεων επηρεάζεται από το ίδιο το περιεχόμενο, αλλά και το ανατροφοδοτεί. Φυσικά η ποιητική δημιουργία της γενιάς του '80 -γενιάς του ούτως καλούμενου ιδιωτικού οράματος- δεν εξαντλείται στα δύο άκρα άμορφης και ομοιόμορφης ποίησης, σε αυτές τις δύο όχθες. Ανάμεσά τους βρίσκεται η πλατιά κοίτη της εύμορφης ποίησης. Στην κοίτη αυτή αναπτύσσονται λογής λογής ρεύματα και δίνες, κλείνοντας μέσα τους μια μαστοριά χωρίς την προσφυγή στην παραδοσιακή μετρική. Ενίοτε χαρίζουν μεστά στιγμιότυπα βίου, αποσπώντας τη συγκίνηση. Από τον ρέοντα αχό των στίχων ξεχωρίζουν αξιόλογες ποιητικές φωνές με μια ιδιαίτερη αίσθηση: Χουλιαράκης, Πασχάλης, Γώτης και άλλοι πολλοί.
Πρόκληση αποτελεί εδώ η χαρτογράφηση των υδάτων της μεταγένεστερης ποιητικής γενιάς, με τις όποιες συνέχειες ή εκτροπές παρουσιάζει. Κάνοντας λόγο για την επομένη της γενιάς του '80 -αξιοποιώντας πεπατημένες γραμματολογικές διακρίσεις- η αναφορά γίνεται σε ποιήτριες και ποιητές που πρωτοδημοσίευσαν έργο τους λίγο πριν-λίγο μετά το γύρισμα της χιλιετίας, με περίπου τρεις ή τέσσερις συλλογές στο ενεργητικό τους, γεννημένοι από το 1965 έως το 1975 (συν-πλην δύο έτη). Χρησιμοποιώντας μία λέξη από την πρόσφατη πολιτική επικαιρότητα, ας τους ονομάσουμε γενιά της επανεκκίνησης. Ποιήτριες και ποιητές επηρεασμένοι αναπόφευκτα από την ψηφιακή εποχή και τα γυρίσματα στο κοινωνικό τοπίο, από την άνοδο στην πτώση. Αναζητώντας τι ακριβώς επανεκκινεί στην ποιητική γραφή η γενιά ετούτη, πρέπει κανείς να πλοηγηθεί εν πολλοίς σε σκιερά κι αχαρτογράφητα νερά. Κάτι οφειλόμενο και σε μια κριτική νωθρότητα, αφού απουσιάζει μια στοιχειωδώς επαρκής προσέγγιση. Μια προσέγγιση στραμμένη στα ίδια τα κείμενα, με φανερά τα κριτήριά της και τις ορίζουσες του ποιητικού χώρου. Μία προσέγγιση που θα διακινδυνεύσει ν' απαλλαχθεί, κατά το δυνατόν, από το ρόλο του καθενός στο λογοτεχνικό σινάφι, τις σχέσεις επιρροής και ισχύος. Ανοίγοντας, αν μη τι άλλο, ένα διάλογο γύρω από τον τρόπο που μια δέσμη ποιητικής ενέργειας πέφτει στο πρίσμα της σημερινής συνθήκης, και διαθλώμενη ανοίγεται σε διαφορετικά χρώματα -με συγκλίνουσες ή αποκλίνουσες αποχρώσεις- πάνω σε μια εποχή ρευστή, όσο και η ποίηση που σήμερα γράφεται. 


                                                      
                                                                   





 Ποιητικές διαστάσεις





Ποιες είναι οι ορίζουσες ενός ποιητικού χώρου, που αφ' ενός υποδεικνύουν μια προσέγγιση ενώπιον ενός ποιήματος, αφ' ετέρου επιτρέπουν τη χαρτογράφηση τάσεων στην ποιητική γραφή; Μία από τις πλέον αποκαλυπτικές και συζητημένες διακρίσεις οφείλεται στον Ελύτη.Στο δοκίμιό του για την ποιητική του Ρωμανού του Μελωδού κάνει τη διάκριση επίπεδης και πρισματικής ποίησης και δι' αυτής χαρτογραφεί την ελληνική ποιητική δημιουργία. 
Τα πρισματικά ποιήματα «κυματούνται» και δίνουν δεσπόζουσα θέση σε φραστικές μονάδες αυτοδύναμης ακτινοβολίας, εκπληρώνοντας την αποστολή τους και με τα «καθ' έκαστον» μέρη της ποιητικής γραφής, ενώ στην επίπεδη απουσιάζουν οι γλωσσικές εξάρσεις και το ποίημα προσεγγίζεται ως «όλον».
 
Στον πρώτο πόλο (της επίπεδης ποίησης) βρίσκεται ο Καβάφης και ο Σεφέρης, στο δεύτερο (της πρισματικής) ο Κάλβος, ο Αισχύλος, ο Ρωμανός (πιθανότατα κι ο Ελύτης), και κάπου στη μέση στέκει ο Σολωμός. Το στίγμα εκάστου ποιητή εξαρτάται από την πυκνή ή όχι εμφάνιση των φραστικών μονάδων με αυτοδύναμη ακτινοβολία. Για να κατανοήσουμε τούτες τις μονάδες, είναι διαφωτιστικό ένα άλλο κείμενο του Ελύτη, οι «Σημειώσεις ενός λυρικού», στο οποίο επιχειρεί μία, όπως ο ίδιος την ονομάζει, «κωδικοποίηση της ποιητικής εκφραστικής»: περιγραφή ευθεία, περιγραφή πλαγία, συγκινησιακός αρμός, στοχασμός λυρικός, αναπαρθενευτική σύνταξη, παρομοιώσεις πρώτου έως και τρίτου βαθμού, εικόνες πρώτου εώς και τρίτου βαθμού, πλέγματα γλωσσικής γοητείας. Η διάκριση του Ελύτη είναι μεν αποκαλυπτική, αλλά δίνει έμφαση σε μία μόνο διάσταση της ποιητικής γραφής: στον τρόπο των λέξεων. Προκειμένου εδώ να χαρτογραφηθεί η νεότερη ποιητική γενιά, εκείνη της επανεκκίνησης, το στίγμα ενός ποιητικού έργου θα αναζητηθεί σε ένα χώρο τεσσάρων διαστάσεων. Οι πρώτες τρεις διαστάσεις είναι πιο απτές και διαμορφώνουν τον οικείο χώρο στην αποτίμηση, λίγο-πολύ, κάθε ποιήματος: τρόπος, αναφορά, επιρροές. Η τέταρτη διάσταση είναι ίσως η πιο σημαντική, αλλά και ριψοκίνδυνη όσον αφορά την απόπειρα κάποιου να τη διατυπώσει με λέξεις. Αφορά την αίσθηση που αποπνέει ένα ποιητικό έργο.
  Ξεκινώντας με τον ιδιαίτερα κρίσιμο τρόπο των λέξεων σε ένα ποίημα, αυτός περικλείει διακρίσεις όπως οι προαναφερθείσες του Ελύτη, ή συναφείς, όπως η διάκριση μεταξύ άμορφης, ομοιόμορφης και εύμορφης ποίησης («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», «7» 2.3.2014). Ομως μια προσέγγιση της ποιητικής γραφής θα ήταν λειψή, χωρίς έμφαση στο τι εν τέλει λέει ένα ποίημα. Εκείνο δε για το οποίο μιλά, επηρεάζει τον τρόπο των λέξεων, οι οποίες με τη σειρά τους ανατροφοδοτούν το εκάστοτε περιεχόμενο. Αναζητώντας την αναφορά ενός ποιήματος -τη θεματική του- αυτή εξακτινώνεται σε τρεις κατευθύνσεις: εαυτός, άλλα πρόσωπα και αντικείμενα.
Ποιος ρόλος «κλέβει» την παράσταση κάθε φορά; Το υποκείμενο και τα βιώματά του, πρόσωπα του άμεσου περίγυρου ή ο κοινωνικός σχηματισμός; Πώς εισέρχονται τα αντικείμενα και ενίοτε συμβολοποιούνται, είτε πρόκειται για φυσικά τοπία είτε για το μικρόκοσμο μιας πόλης; Τα προηγούμενα ερωτήματα δείχνουν ορισμένες προκλήσεις στην αναζήτηση της αναφοράς ενός ποιήματος. Το δε πεδίο αναφοράς δηλώνει και την απόπειρα ερμηνείας, αυξάνοντας τις απαιτήσεις για μια σύνθεση. Κατά πόσο δηλαδή ένα ποίημα αποπειράται να συλλάβει κάτι από την ανθρώπινη κατάσταση σε μια εποχή.
Η τρίτη διάσταση αφορά τις επιρροές ενός ποιήματος και πώς εν τέλει αναμετράται με την κρυσταλλωμένη ποιητική παράδοση. Εφ' όσον η ποίηση εκλαμβάνεται ως ένα είδος τέχνης που υπόκειται σε μία εξέλιξη, η προσοχή στρέφεται και στις ποιητικές συγγένειες ενός ποιήματος, τι συνδυάζει, τι προσπερνά, ή τι απορρίπτει. Υπ' αυτό το πρίσμα, έχει σημασία ο κατά Μπλουμ παράξενος αιφνιδιασμός που ενίοτε προσφέρει ένα λογοτεχνικό κείμενο, η εναλλαγή ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο. 
  
  Οι τρεις διαστάσεις (τρόπος, αναφορά, επιρροή) προσδιορίζουν έναν τρισδιάστατο χώρο απτό και διυποκειμενικό, ο οποίος διαμορφώνει ένα αναγνωστικό πεδίο συμφωνίας ή διαφωνίας, ακόμα και αντιπαράθεσης, για ένα ποιητικό έργο. Μας απομακρύνει κατά το δυνατόν από τις κακοτοπιές ενός κοινοτισμού, στον οποίο το ίδιο το κείμενο παίζει ισότιμο ρόλο (αν όχι υποδεέστερο) με την παρουσία του συγγραφέα στη λογοτεχνική κοινότητα και τις συνάφειες που εκεί αναπτύσσει. Αλλά η τέταρτη διάσταση είναι ίσως η πιο σημαντική. Η αίθηση που αποπνέει ένα ποιητικό έργο είναι κάτι πιο υποκειμενικό, είτε ως δημιουργία είτε ως πρόσληψη, και μόνο εύκολη δεν είναι η διατύπωσή της με λέξεις. Συνήθως αυτήν αναζητούμε στην ποίηση, και η αναγνώρισή της προϋποθέτει μία κάποια εξοικείωση με τις προηγούμενες τρεις διαστάσεις, τις χειροπιαστές και διυποκειμενικές.
Οι τέσσερις διαστάσεις (τρόπος, αναφορά, επιρροές, αίσθηση) δεν είναι σε στεγανά μεταξύ τους, αλλά συνδιαμορφώνονται. Η δε σχέση των τριών πρώτων με την πιο αινιγματική τέταρτη, θα μπορούσε να φωτιστεί κάπως μέσα από τη σχέση της επιγένεσης. Η έννοια της επιγένεσης ανιχνεύεται στο Περί Ψυχής του Αριστοτέλη και είναι από τις πλέον δημοφιλείς στη σύγχρονη φιλοσοφία του νου.
Η αίσθηση επιγίγνεται στον τρόπο, την αναφορά και τις επιρροές. Ενα κείμενο με λογοτεχνικές αξιώσεις προϋποθέτει (ενδεχομένως σε διαφορετική αναλογία) κάποια «τριβή» με τις τρεις πρώτες διαστάσεις. Από τούτη την τριβή αναδύεται. Αλλά ούτε εξαντλείται ούτε ανάγεται εκεί. Η αίσθηση ενός ποιήματος αποτελεί ένα μυστηριώδη τόπο για τον οποίο δεν μπορείς εύκολα να μιλήσεις, αλλά τον πλησιάζεις διαισθητικά.
Ενα κριτικό έργο, όσο και αν είναι διαφωτιστικό και απαραίτητο για την ανίχνευση των χειροπιαστών διαστάσεων σε ένα ποίημα, επιτελεί μια προεργασία ώστε να συλληφθεί «πλαγίως», διά της σιωπής ή της δείξεως, η όποια ξεχωριστή του αίσθηση. Σα να είναι εκείνη η βιτγκενσταϊνική ανεμόσκαλα, την οποία αφού απαραιτήτως την ανέβεις, μετά οφείλεις να την πετάξεις για να δεις το ποίημα σωστά. Για να το νιώσεις.
Εχοντας λοιπόν για αποσκευή αυτές τις τέσσερις διαστάσεις, ως ορίζουσες του ποιητικού χώρου, μπορούμε μέσα από τα ίδια τα κείμενα να ρυθμίσουμε ανάλογα τον εξάντα μας, και εποπτεύοντας το νυχτερινό ουρανό της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας να ανιχνεύσουμε την Ανδρομέδα, τον Ωρίωνα, τις Πλειάδες και άλλους αστερισμούς σε κοντινές ή μακρινές περιοχές.


                                                                           


Η διάθλαση των παίδων

 

 Κάνοντας λόγο για ποιητική γενιά της επανεκκίνησης, η αναφορά περιλαμβάνει το ποιητικό έργο όσων πρωτοδημοσίευσαν λίγο πριν - λίγο μετά το γύρισμα της χιλιετίας, έχουν εκδώσει τουλάχιστον 3-4 συλλογές, ώστε να ανιχνεύεται ένα ποιητικό πρόσωπο, και γειτνιάζουν κάπως ηλικιακά, οπότε μοιράζονται ορισμένες παραστάσεις, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με όσους γεννήθηκαν μεταξύ 1965 και 1975 (συν πλην 2 έτη).

  Ερωτήματα όπως, για παράδειγμα, αν ο Αγης Μπράτσος (γεννηθείς το 1963) ή ο Δημήτρης Ελευθεράκης (γεννηθείς το 1978) ανήκουν στη γενιά της επανεκκίνησης, περνάνε σε δεύτερο πλάνο, ακόμα και αν η απάντηση είναι καταφατική. Οι αρχικές οριοθετήσεις επιδιώκουν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά και όχι ως προκρούστεια κλίνη, δίνοντας προτεραιότητα στα κείμενα και τη συνακόλουθη χαρτογράφηση ρευμάτων. Κάτι που θα άξιζε να επαναληφθεί έπειτα από μια δεκαετία, ενσωματώνοντας τις όποιες αναθεωρήσεις στα ονόματα καθώς εξελίσσεται η γραφή τους.
Η χαρτογράφηση προϋποθέτει μιαν αποσαφήνιση στις ορίζουσες του ποιητικού χώρου. Αυτές προσδιορίστηκαν ως προς τέσσερις διαστάσεις: τρόπος, αναφορά, επιρροές, αίσθηση (βλ. «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», Επτά, 20.4.2014). Περιοριζόμενοι στις πρώτες τρεις -πιο διυποκειμενικές- διαστάσεις (τρόπος, αναφορά, επιρροή), είναι δυνατό να φανούν ομοιότητες, διαφορές και αναλογίες στην έκφραση. Δύο ποιητές, για παράδειγμα, με ομοιότητα ως προς τον τρόπο, μπορεί να έχουν διαφορετικό πεδίο αναφοράς. Ή εκκινώντας από παρόμοια επιρροή, να πηγαίνουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ανάλογα με το πώς αναμετρώνται μαζί της. Οπότε το σχήμα των τεσσάρων διαστάσεων μας επιτρέπει, αφ' ενός να προσδιορίσουμε το στίγμα ενός ποιητικού έργου, αφ' ετέρου να συλλάβουμε την πολυρρυθμία στη γενιά της επανεκκίνησης. Στη συνέχεια, μια πιο δύσκολη διερεύνηση αφορά τις γειτνιάσεις στο στίγμα ενός εκάστου ποιητή, αναδεικνύοντας τυχόν ομαδοποιήσεις ή ρεύματα.
Δίνοντας έμφαση σε αυτές τις γειτνιάσεις, και ξεκινώντας από τον κρίσιμο τρόπο των λέξεων, μια πρώτη διαπίστωση είναι η επανεκκίνηση του φορμαλισμού, ως μέλημα της μορφής. Στίχοι απέριττοι με αιφνίδιες συναντήσεις λέξεων, όπως φανερώνονται στα εύμορφα και λεπταίσθητα ποιήματα των Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, Θεώνης Κοτίνη, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Πάνου Δρακόπουλου, Γιάννη Ευθυμιάδη, Γιώργου Παναγιωτίδη, ή στις ρυθμικές μεταπτώσεις της Αριστέας Παπαλεξάνδρου. Στον ίδιο φορμαλισμό εντάσσεται, έστω και ως οριακή περίπτωση, η συνέχιση της ομοιόμορφης ποίησης ως επιστροφή στην παραδοσιακή στιχουργική. Το νήμα των Καψάλη, Κοροπούλη και Λάγιου ξετυλίγουν οι Δημήτρης Κοσμόπουλος και Κώστας Κουτσουρέλης. Η δε άμορφη ποίηση, στην οποία ο στίχος συμπλέει με την καθημερινή γλωσσική χρήση, αν και ατονεί, εκπροσωπείται, για παράδειγμα, από ποιήματα της Μαρίας Τοπάλη.
Ομως εδώ ο φορμαλισμός επανεκκινεί ταυτόχρονα και το αίτημα της αναφοράς έξωθεν του υποκειμένου, κάνοντας σταδιακά τη μετατόπιση, από μιαν ερμητική αυτοαναφορά (έντονο χαρακτηριστικό στη γενιά του '80) προς μια εξωστρέφεια. Οι Γιάννης Στίγκας και Σταμάτης Πολενάκης μάς θυμίζουν κάτι ξεχασμένο στη σύγχρονη ποίηση: με λίγες λέξεις-πινελιές μπορούν να σκιαγραφηθούν πρόσωπα και μεστά τους χαρακτηριστικά. Στα δε αντίστοιχα ποιήματα επιβάλλονται σαφής ειρμός και ξεκάθαρα περιγράμματα, χωρίς ο αναγνώστης να χάνεται στου μοντερνισμού τα ενίοτε χαώδη διάκενα μεταξύ των στίχων, ενώ φιλοξενούνται φωνές από διαφορετικές αφηγηματικές γωνίες. Επιπλέον, όψεις του κοινωνικού σχηματισμού, από καίριες στιγμές ή συμβολικές καταστάσεις του παρόντος χρόνου, εισέρχονται σε ποιήματα των Δημήτρη Αγγελή, Δημήτρη Κοσμόπουλου και Κώστα Κουτσουρέλη. Στους δύο πρώτους μέσα από μια θρησκευτική πνοή, στον τελευταίο μέσα από έναν κονδυλικό μηδενισμό.
 
  Βέβαια, ο υπαρξιακός πυρήνας παραμένει στη γενιά της επανεκκίνησης, σε ποικιλία αποχρώσεων. Ο ερωτισμός στη Λένα Σαμαρά ή την Ελσα Κορνέτη, ο αισθαντισμός στον Βασίλη Ρούβαλη, δίπλα στον γκρεμό ο Δημήτρης Περοδασκαλάκης, στίχοι-αναμμένα κάρβουνα στον Γιάννη Αντιόχου, χαμηλόφωνοι ψυχικοί κραδασμοί στον Αργύρη Παλούκα, μνήμη και φυσιολατρεία στον Γιώργο Λίλλη, η εναλλαγή τρυφερότητας και ειρωνείας στο ρεαλισμό της Γιώτας Αργυροπούλου. Ομως πέραν της μετάβασης από την ερμητική αυτοαναφορά σε έναν περιεχομενικό φορμαλισμό, το κρίσιμο ερώτημα για τους ποιητές της επανακκίνησης θέτει εμμέσως ένας εξ αυτών, ο Γιάννης Λειβαδάς, σε ένα δοκίμιό του για τη γενιά του '30: υπάρχει κάτι το αυτοφυές στη γραφή τους;
Αναζητώντας αυτό το κάτι, έχοντας ως αφετηρία την τέταρτη -υποκειμενική- διάσταση της ποιητικής γραφής, μπορεί να απομονωθεί μια αίσθηση διάθλασης. Στη διάθλαση ως φυσικό φαινόμενο, μια ενεργειακή δέσμη εκτρέπεται ή διασπάται, καθώς περνά από στρώματα διαφορετικής σύστασης. Τούτο ανιχνεύεται σε ορισμένες ποιήτριες ή ποιητές που ήδη αναφέρθηκαν, όπως για παράδειγμα στον Πάνο Δρακόπουλο. Γίνεται ακόμα πιο εμφανές σε κείμενα όπως αυτά της Φοίβης Γιαννίση. Η γραπτή ποιητική έκφραση διαθλάται στην ηχητική εκφορά, ή στην παράθεση με ομόρριζα κείμενα της αρχαιότητας. Κάπως έτσι, λέξεις εναλλάσσονται από το παρασκήνιο στο προσκήνιο, ένας διαφορετικός φωτισμός συντελείται, νέες σκιάσεις αναδεικνύονται. Κάτι ανάλογο ανιχνεύεται σε κείμενα του Βασίλη Αμανατίδη. Εδώ η ποιητική ενέργεια, περνώντας από την ψηφιακή εποχή και τις μεταγλώσσες της, σπάει σε δεκάδες φωνές.
Ταυτόχρονα όμως η διάθλαση, ως θλάση μιας ευπιστίας, γεννά μέσα από τις σπασμένες φωνές το αίτημα μιας ενότητας, μιας αφήγησης έστω και με άλφα μικρό, υπερβαίνοντας τον επιμερισμό της μεταμοντέρνας συνθήκης ή τα γραφικά παιχνίδια λέξεων. Το ποιητικό έργο γίνεται όλο και πιο αρτιωμένο καλλιτεχνικά αν από τα διάσπαρτα χρώματα σχηματιστεί ένα ουράνιο τόξο, ικανό να εκτοξεύσει τη συγκίνηση στον ορίζοντα της ποίησης. Ικανό να δημιουργήσει ποιητικό ύφος. Τούτο το αίτημα, ή μάλλον στοίχημα, είναι πιο ορατό στις διαθλάσεις του Σωτήρη Σελαβή (σε άλλο μήκος κύματος από εκείνες των Γιαννίση και Αμανατίδη). Τα περάσματά του από την παραδοσιακή μετρική στα πεζόμορφα ποιήματα συνυπάρχουν με ένα λόγο συμπαντικό. Η επιδιωκόμενη ενότητα δεν μοιάζει με εκείνη του ρομαντισμού, αφού η ποίηση δεν αντιδρά στον επιστημονικό λόγο αλλά τον οικειοποιείται (όπως συμβαίνει με την αστρονομία στον Σελαβή), περιλαμβάνεται στα δικά της θραύσματα, προκειμένου να αποτεθούν όλα σε έναν καμβά, συνεισφέροντας σε μια εποπτική θέα της ανθρώπινης περιπέτειας. Κάπως έτσι, η γενιά της επανεκκίνησης, διά του περιεχομενικού φορμαλισμού και της διαθλώμενης ποιητικής ενέργειας, αναμετράται με την εποχή της και τις δίνες που περιέχει.



 ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ  ΕΔΩ:
1: Ποιητική επανεκκίνηση http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=418063 2: Διαστάσεις του ποιητικού χώρου http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=426306 3: Η διάθλαση των παίδων http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=443037

notationes /// NOEMBΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 /// ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ //// 'ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ




                                                                 




Δικλείδα 





Πού την άφησες, μου είπαν, αυτή τη σκέψη σου εκεί έξω,
τώρα δεν έχεις μυστικά.
Τα ματοτσίνορά μου έπεσαν και τα μάτια μου
έμειναν ανοιχτά σαν πλαστικής κούκλας.
Ένιωσα περίπου σαν φλασάκι, πεσμένο σε πίσω κάθισμα ταξί.
Σε λίγες μέρες
είδα τους συλλογισμούς μου να ξεπουλιούνται στο παζάρι.
Δεν έμενε παρά να με διαπομπέψουν και να με ξευτελίσουν.
Αν δεν αυτοχειριάστηκα
οφείλεται στο ότι στο αρχείο που φύλαγα προσεχτικά
στο πίσω μέρος του κρανίου μου
βρήκα μια ξεχασμένη δικλείδα ασφαλείας
και δραπέτευσα,
άρδην ανατρέποντας τον παραλογισμό. 


*(Πρώτη Δημοσίευση)

notationes /// NOEMBΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 /// ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ /// ΠΟΙΗΜΑΤΑ






                                                               




ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ


Να' ταν τα φιλιά τοπία
να τα σκαρφάλωνα
να με ρουφούσαν
ρουφήχτρες της γης
να κατρακυλούσαν τα λιθάρια χείλια
να τα' ψαχνα,να τα' βρισκα δροσερά
στους χάρτες των αναμνήσεων
να τα'νιωθα ζεστά λαχανιαστά
πίσω από τους θάμνους του αισθήματος
τοπία απόκρημνα
φιλιά γκρεμοί


******


ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ


                                   Στον Π.Σ.


Επειδή με τη δική μου γλώσσα
δεν μπορώ να σ’ αγγίξω
μεταγλωττίζω το πάθος μου.
Δεν μπορώ να σε μεταλάβω
και σε μετουσιώνω,
δεν μπορώ να σε ξεντύσω
έτσι σε ντύνω μ’ αλλόφωνη φαντασία.
Στα φτερά σου από κάτω
δεν μπορώ να κουρνιάσω
γι’ αυτό γύρω σου πετάω
και του λεξικού σου γυρνάω τις σελίδες.
Πώς απογυμνώνεσαι θέλω να μάθω
πώς ξανοίγεσαι
γι’ αυτό μες στις γραμμές σου
ψάχνω συνήθειες
τα φρούτα π’ αγαπάς
μυρουδιές που προτιμάς
κορίτσια που ξεφυλλίζεις.
Τα σημάδια σου ποτέ μου δεν θα δω γυμνά
εργάζομαι λοιπόν σκληρά πάνω στα επίθετα σου
για να τ’ απαγγείλω σ’ αλλόθρησκη λαλιά.
Πάλιωσε όμως η δική μου ιστορία
κανένα ράφι δεν στολίζει ο τόμος μου
και τώρα εσένα φαντάζομαι με δέρμα σπάνιο
ολόδετο σε ξένη βιβλιοθήκη.
Επειδή δεν έπρεπε ποτέ
ν’ αφεθώ στην ασυδοσία της νοσταλγίας
και να γράψω αυτό το ποίημα
τον γκρίζο ουρανό διαβάζω
σε ηλιόλουστη μετάφραση.




******



 ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ


Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ‘ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου. 
 
******

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Απαντώ στη φωνή σου
στους  ανάλαφρους τόνους της ηλικίας σου:
To ποίημα δεν είν' αυτά που είπαμε
ούτε τα  λίγ' ακόμη που θα ζήσω.
Δεν είν 'αυτά που μου 'δειξες αμίλητος
σαν να μην ήτανε δικά σου
ούτ' η δική μου ένδεια
μπρος στους κήπους.
Κοίτα
η λέξη μόνο βγαίνει
από τη λέξη
κι η ιδιοσυγρασία της 
αναβλύζει ολόκληρη
σαν φύση.
Αποτυχαίνω στην ποίηση
όταν συγκεντρώνομαι
στην αιώνια έκφραση 
του πρόσκαιρου
και πληγωμένη
φτιάχνω τα προπλάσματα
της ανημποριάς μου.
Όμως όταν συλλαμβάνω
το μέλλον με χόρτα
με νεύματα,νέφη και στάχτες
όπως παλιά οι ζωώδεις φύσεις
των ποιητών
τότε τ' ανάποδα άσπρα μάτια μου
ανθίζουν σαν βολβοί
και γίνονται χρησμοί
οι ελαφροί σου κυνισμοί 
της νύχτας.


 
******


Ποίηση 1963 - 2011

Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014
512 σελ.





notationes /// NOEMBΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 /// ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ/// Η ΕΥΘΡΑΥΣΤΗ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

πρώτη δημοσίευση : http://fractalart.gr/stichia-piitikis-mesa-stin-efthrafsti-epikratia-ton-lexeon/              


                  



«Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων» του Χάρη Βλαβιανού, Εκδ. «Νεφέλη», σελ. 281


Γράφει η ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

Τέσσερις συλλογές περιλαμβάνονται μέσα στο γαλάζιο βιβλίο που ακούει στο όνομα «Η Εύθραυστη Επικράτεια των λέξεων». Και στις τέσσερις εισπράττω πως υπάρχει η ίδια ασίγαστη και συνάμα «ακατανόμαστη ανάγκη για τάξη, ρυθμό, μορφή’/τρεις λέξεις που εναντιώνονται στο χάος και την ανυπαρξία.»(Αdieu,H Aντοχή των Ποιητών,CZESLAW MILOSZ,σελ 96). Είναι ένας αγώνας να δαμάσει το χάος, μια δίψα για μορφές περισσότερο διαυγείς ,μια αποκήρυξη της άκρατης αισθηματολογίας και άσκοπης μοιρολατρίας που καταρρακώνουν και υπονομεύουν το αληθινό συναίσθημα και την γνήσια έκφρασή του. «Η αισθηματολογία είναι η αποτυχία του αισθήματος», μας έλεγες. (Αdieu, Λεύκωμα, Μια φορά κι έναν καιρό… σελ:63). Προτείνει λοιπόν την δική του προσωπική ποιητική γραμματική για να διαχειριστεί ευαίσθητα ζητήματα, όπως αυτό της Oμορφιάς, η οποία αποτελεί στημονική ιδέα μέσα στο συνολικό του έργο: «Η ομορφιά υπάρχει/ Δεν μπορείς να την αποκρυσταλλώσεις/ Μπορείς όμως να την κάνεις ορατή./ Με γενναιοφροσύνη/και λίγη τέφρα εκλεκτή/αποσκοπώντας σε μια διαύγεια θαμβωτική.»/ (Η Νοσταλγία των Ουρανών, O Θράμβος του Τέλους, ΙΙΙ, σελ :15-16).
Προχωρώντας την ανάγνωση, όχι μόνο δεν ενοχλούμαι από το γεγονός ότι όλα πηγάζουν από τις ιστορίες της ζωής του ποιητή, αλλά αφήνομαι να γοητευθώ από τον ευφυή και ανοίκειο τρόπο που διαχειρίζεται το υλικό που έχει στη διάθεση του και από τον τρόπο που το μεταπλάθει και το αποδομεί για να το χτίσει πάλι κάτω από συνθήκες άλλες, με όρους ποιητικούς πια. Η δύναμη του έργου του έγκειται ακριβώς στην ήρεμη δική του δύναμη να αναδομεί τα ερείπιά του: «Κάθε ποίημα που διεκδικεί μια θέση στην ιστορία μου/οφείλει να την αφηγηθεί εκ νέου/με τρόπους όμως που δεν είναι εκ των υστέρων γνωστοί.» (Μετά το τέλος της ομορφιάς, Νέος Ρεαλισμός, Ποιός; σελ:270).
Ποικίλα στιγμιότυπα αληθινής ζωής διατρέχουν τα ποιήματα, αλλά δεν τα στοιχειώνουν, ευτυχώς! Κρατιούνται σωστά οι ισορροπίες, δεν βουλιάζουμε μαζί με τον άνθρωπο Βλαβιανό και τις σκοτεινές μέρες της ζωής του. Αντίθετα, βιώνουμε ως αναγνώστες στην κάθαρση που μας προσφέρει ο ποιητής Βλαβιανός. Πατώντας στο κοντινό ή μακρινό του παρελθόν οικοδομεί ένα νέο παρόν ,ένα ποιητικό παρόν στο οποίο μας κάνει όλους κοινωνούς .
Ένα διαρκές περιφερόμενο «εγώ» από ποίημα σε ποίημα, εμφανώς φλερτάρει με έναν ιδιότυπο ναρκισσισμό, που έχει αθωωθεί όμως αυτόματα από την έντεχνη τάση του ποιητή να «έρχεται στο φως τη στιγμή που αυτο προσδιορίζεται ως ερώτημα». (Μετά το τέλος της ομορφιάς, Νέος Ρεαλισμός, Ποιός; σελ:269). Επίσης στην Νοσταλγία των Ουρανών συναντάμε τους παρακάτω στίχους: «O καθένας μας εξαργυρώνει το τέλος του/ με τις λέξεις που σκορπάει γύρω του./ Στην ποίηση τίποτα δεν είναι αληθινό/ εκτός από τις υπερβολές του εγώ./ (Η Νοσταλγία των Ουρανών, Ο θρίαμβος του Τέλους,VI,σελ:19) και στο επόμενο ποίημα: «Η ποίηση ή θα οικοδομήσει ένα παρόν τελειούμενο/ή θα σωπάσει.» ((Η Νοσταλγία των Ουρανών, Ο θρίαμβος του Τέλους, VII, σελ:20).  Χαράζει λοιπόν εδώ το δρόμο του, δίνοντας ένα στίγμα διαφορετικό από τα άλλα , με μια γραφή ιδιόρρυθμη ,που ίσως ξαφνιάζει όσους δεν έχουν δεχτεί ανάλογες με κείνον επιρροές. Επιρροές που γίνονται αντιληπτές ή έστω αισθητές μέσα στο έργο του, πολύ απλά γιατί-στα πλαίσια της διακειμενικότητας, θεμιτής και αναγκαίας για έναν ποιητή πιστεύω-ο Βλαβιανός συνδιαλέγεται μαζί τους. Ένας διάλογος ατελείωτος και σπινθηροβόλος που σε ταξιδεύει σε διάφορα λογοτεχνικά είδη, ρεύματα, σχολές, δημιουργούς. Μετά από κάποια χρόνια θα μας πάρει και πάλι από το χέρι και θα μας οδηγήσει στα Σονέτα της συμφοράς .Ας προσέξουμε όλοι το εξής: Το γαλάζιο βιβλίο τελειώνει με το ποίημα Ποιός; μέσα στο οποίο συναντάμε πολλά στοιχεία ποιητικής ,που αποτελούν κλειδιά για την ερμηνεία του έργου του. Bασικά, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, είναι ολόκληρο ένα ποίημα ποιητικής, ένας διαφωτιστικός και εξομολογητικός μονόλογος, ένα μικρό δοκίμιο σχετικά με την τέχνη του και ασφαλώς δεν είναι το μόνο. Τα περισσότερα ποιήματά του,παλαιότερα και νεώτερα έχουν δοκιμιακό χαρακτήρα. Εξαιτίας αυτού κατατάσσεται εύλογα σε μια ειδική κατηγορία ποιητή μέσα στην ελληνικό λογοτεχνικό τοπίο.
Όμως, πιάνω πάλι το νήμα της σκέψης από εκεί που το άφησα. Μέσα στο ποίημα «Ποιός;» το τελευταίο της συλλογής «Μετά το τέλος της ομορφιάς» υπάρχουν οι εξής στίχοι: «H προσήλωση που δείχνω στον εαυτό μου/ μπορεί να θεωρηθεί νοσηρός ναρκισσισμός./ Ωστόσο υπερασπίζομαι την τιμή μου/ θέτοντάς την διαρκώς υπό αίρεση/ Επιβεβαιώνομαι μέσω μιας ανάκρισης/ που πολλές φορές οδηγεί στον διασυρμό μου./ H ιστορία μου δεν είναι παρά το χρονικό αυτής της ανάκρισης. Το ερώτημα λοιπόν δεν μπορεί ν” απαντηθεί/ γιατί μόλις τεθεί/ μετατρέπεται αυτόματα σε κατηγορητήριο/ ενάντια στα μέσα και τους σκοπούς μου./»
Για να κάνω το συσχετισμό, σημειώνω πως στο τελευταίο από «ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ» (σονέτο 75, σελ:85) συναντάμε τους εξής στίχους να το ανοίγουν : «Όλες οι προτάσεις στο βιβλίο της ζωής/ αν διαβαστούν μέχρι το τέλος,/ καταλήγουν σ’ ένα ερωτηματικό»/ Σωστά. Κι εσύ τώρα έχεις μείνει με εβδομήντα τόσα σονέτα, δηλαδή εβδομήντα τόσα ερωτηματικά/να σε κοιτούν στα μάτια και ν” αναρωτιούνται/ ως πότε θ” αντέξεις να ζεις μέσα σ” αυτή τη συνθήκη./ Και το κλείνουν οι εξής στίχοι:
«Πέντε συλλαβές για αρχή/ πού να συμπυκνώνουν το φλέγον θέμα:/ «O Bλαβιανός. Ποιός;»
Nα το πάλι το φλέγον θέμα, το αιώνιο Εγώ, πάντα εκεί, πάντα προσκλητικό .Να τες πάλι οι ερωτήσεις που λειτουργούν και ως ειρωνικά ή μη ειρωνικά αυτο-σχόλια. Στα Σονέτα της Συμφοράς και μετά από κάποια χρόνια ξαναπιάνει λοιπόν το νήμα της τέχνης των πρότερων συλλογών του. Η μορφή τώρα πιο πειθαρχημένη και συνοπτική, όμως το ύφος, αν και εμπλουτισμένο, γεμάτο ειρωνεία, χιούμορ και (αυτο)σαρκασμό στα Σονέτα, είναι γενικά οικείο πάντα και αναγνωρίσιμο. Ξέρεις πάλι ότι διαβάζεις Βλαβιανό και αν χρειαζόταν να κάνεις ένα σχόλιο τώρα για το Σονέτο 67 για παράδειγμα θα μπορούσες άνετα να το συνδέσεις με τους εξής στίχους από τη ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ: «Το ρήμα είναι »πεθαίνω », όχι »παθαίνω». /Διαβάστε με όπως διαβάζετε ένα εφιάλτη/ Υπάρχει μια βαθιά πίκρα σαν τάφος./ Oι θλιμμένοι τόνοι των Σονέτων έχουν τις καταβολές τους στα προηγούμενα αυτά έργα που εμπεριέχονται στο βιβλίο που σχολιάζουμε. Yπάρχει μια συνέχεια, σαν το ένα βιβλίο να εμπεριέχεται ή να συμπληρώνει το άλλο, ή αλλιώς σαν το βιβλίο να είναι Ένα στην ουσία και να συνεχίζει να γράφεται και θα γράφεται όσο θα ζει ο συγγραφέας του και θα αντλεί τη θεματολογία του από τα γεγονότα της ζωής του. Από αυτά τα γεγονότα επινοεί και κατασκευάζει και τη μυθολογία του ποιητικού του σύμπαντος. Η ζωή και οι μύθοι του ποιητή αξεδιάλυτα δεμένοι. Ο ποιητής, η persona του εαυτού του! Όμως μπορεί κανείς να εξιλεωθεί από αμαρτίες γράφοντας ποίηση; H μπορεί η ποίηση να πάρει όλον τον πόνο μακριά; Στις ΜΙΚΡΕΣ CYCLADES (Ο Άγγελος της Ιστορίας, σελ:166) γράφει: «Και η ποίηση/ (la poesia cara)/ όσες πολύφλοισβες θάλασσες κι αν επινοήσει/ όσους Αντίνοους (n” est pas?) κι αν εξοντώσει/ δεν έχει τη δύναμη να συμφιλιώσει τους ανθρώπους με το παρελθόν τους.» Δείτε και τούτο: «H ποίηση βέβαια ξέρει ακόμη πώς να συγκινεί “Όμως η κρίσιμη μάχη, λένε, εκεί που διακυβεύεται η ζωή,/ δεν δίνεται με στίχους./» (ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ, ΝΕΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, TRISTIA).

Συνεχίζω ν” αναζητώ στοιχεία ποιητικής που μιλάνε και λένε την ιστορία της γραφής τους ή δίνουν το στίγμα της τουλάχιστον. Διαβάζω στην Νοσταλγία των Ουρανών και στο ποίημα ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ, σελ:27: «Τo ποίημα της ιδέας μέσα στο ποίημα της γλώσσας». Αναλογίζομαι πόσο μέσα στην ποίηση του δεσπόζουν οι φιλοσοφικές ιδέες και οι ουσιαστικοί και γόνιμοι στοχασμοί γύρω από θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, που όλα όμορφα τα ενορχηστρώνει σε ένα λιγότερο ή περισσότερο φανερό παιχνίδι διακειμενικότητας κάθε φορά .Αφού είναι, άλλωστε, στοχαστικός ποιητής . («Ο άνθρωπος που στοχάζεται…/ Για τον αετό που λάμνει στους αιθέρες/ οι κορυφές της Πίνδου δεν είναι παρά μια φωλιά./» (ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ, Connoisseur του Χάους,σελ:208). Ποιητικά στοχάζεται και στοχαστικά ποιεί, προσφέροντάς μας ένα είδος διανοητικής συγκίνησης και διανοητικής ηδονής συνάμα που ενίοτε περιστοιχίζονται όμως από έναν συγκρατημένο λυρισμό ,καθώς και «τη θεατρικότητα της χειρονομίας» (Αdieu,La Madre Greca, σελ:54). Στο τέλος του ίδιου ποιήματος χορεύει μπροστά στα μάτια μου ο στίχος: «Σήμερα με παρηγορεί το περίγραμμα ενός ποιήματος ανοιχτού». Γιατί σε αυτήν την ποίηση η φόρμα είναι ανοιχτή στο έπακρο, είναι τόσο ανοιχτή, σχεδόν έχει ξεχειλώσει, ώστε να υπάρχει πολύς χώρος, ελεύθερο πεδίο για ζυμώσεις ιδεών και αναζητήσεις στοχαστικές, για μεταγραφές, παρωδίες, διασκευές, διακειμενικές αναφορές και άλλα.
«Συντροφιά με τις χίμαιρές του», ο ποιητής μάς αφηγείται πολύ προσωπικά πράγματα. Το ενδιαφέρον είναι, όπως ακριβώς είχα γράψει και για τα Σονέτα, να βλέπουμε κάθε φορά πώς πετυχαίνει να προσδίδει καθολικότητα στο ατομικό του βίωμα, ώστε αυτό να αφορά τον αναγνώστη.

Σκεφτόμουν ότι και μόνο η παρατήρηση περί επινόησης του ποιητικού δρώντος υποκειμένου αποτελεί στοιχείο ποιητικής «Αρχίζεις να γράφεις:… o ποιητής είναι μικρό πλάσμα της φαντασίας/ επινοημένο εκ των υστέρων’/ στον κόσμο του βλέμματος/ κυριαρχεί η παραχάραξη…» (ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ, ΝΕΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, APOLOGIA PRO VITA MEA, σελ 56 )
Το ανολοκλήρωτο ποίημα, το ρήγμα, η απουσία, το χάλασμα, το σκηνικό, η υποβλητική σκηνοθεσία, η ποιητικότητα, η μεταφυσική λάμψη είναι λέξεις-έννοιες κλειδιά που όχι μόνο απλώς υπάρχουν, αλλά χαρακτηρίζουν -μαζί με όσα προαναφέρθησαν- το ποιητικό σύμπαν του Χάρη Βλαβιανού. Το φθινοπωρινό ρεφρέν (Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, σελ:119-120) αποτελεί ένα αυτοαναφορικό ποίημα, ένα ισχυρό ποίημα ποιητικής. Διαβάζω τους τελευταίους στίχους : «O φθινοπωρινός άνεμος/ που έδωσε υπόσταση σ” αυτές τις λέξεις/ σβήνοντας βίαια τη μεταφυσική τους λάμψη,/ γνωρίζει καλά το μυστικό που κρύβουν./ Και συ άλλωστε/που σκύβεις να μαζέψεις ένα ξερό φύλλο από το κεφαλόσκαλο/ Το φύλλο της πραγματικότητας/ Το εξαίσιο ποίημα του αληθινού./»
Άλλες δύο λέξεις κλειδιά που περιδιαβαίνουν συχνά τους στίχους του είναι οι λέξεις Φως και Σιωπή. Μέσα στα συμφραζόμενά τους φορτίζονται ακόμα περισσότερο και αποκτούν μια ιερότητα μοναδική. Για τον Βλαβιανό το ποίημα πρέπει κάθε φορά «να εστιάζει στο φως». Η ποίηση είναι ζήτημα φωτός, λοιπόν. «Και κάθε ποίημα/είναι πάντοτε ένα φως./ Υψώνεται μπροστά μας και οργανώνεται σαν σιωπηλή δύναμη/ που μέσα από τη σιωπή/δίνει σχήμα και μορφή στη σιωπή./ (ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ,ΝΕΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, Μετά το Τέλος της Ομορφιάς, VIIΙ). Ακόμα, η αληθινή ποίηση ζει και δημιουργεί μέσα στη σιωπή! Ναι, κάθε ποίημα συλλαμβάνεται, γεννιέται και δρα μέσα στη σιωπή. «Η σιωπή των λέξεων./ Η μόνη δυνατότητα σιωπής./ Ρήγμα/ στον αφύσικο καλλωπισμό της φύσης./ Το ποίημα ως άρνηση της ποιητικότητας, ως εναγκαλισμός της δηλαδή.» (ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ, ΝΕΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, Μετά το Τέλος της Ομορφιάς VΙΙ). Και παρακάτω στο ίδιο έργο, στο ΧΙ: «Αλλά σε κάθε ποίημα/υπάρχει ένα άλλο ποίημα/ ένας πυρήνας σιωπής/ στον οποίο καραδοκεί / η αναχαιτισμένη ενέργεια/ της ομολογίας που δεν είναι ομολογία/ -η απατηλή ανάσα/ της αέναης ανακεφαλαίωσης.»
Υπάρχει βέβαια -πώς να το παραλείψει κανείς!-και το Εγχειρίδιο Ποιητικής, αυτούσια σύνθεση δοκιμιακής υφής μέσα στη συλλογή Ο Άγγελος της Ιστορίας, που περιλαμβάνει 10 αφορισμούς-διαπιστώσεις- νόμους αναφορικά με την τέχνη της ποίησης. Το Εγχειρίδιο διαθέτει έναν σπινθηροβόλο και ειρωνικό συνάμα χαρακτήρα, με αποκορύφωμα το υστερόγραφο ΥΓ. «Αν απαρνηθείς τα ποιήματά σου για την πεζογραφία,/ θα βγεις σίγουρα κερδισμένος./ Η ποίηση θα αντέξει και χωρίς εσένα.»
Είναι ένα ακόμα κλείσιμο του ματιού και όσους γράφουν, αλλά και σε όσους διαβάζουν ποίηση.

Ο ποιητής αναζητεί τις αληθινές του απώλειες ανάμεσα σε ποιήματα ανάγκης και επιθυμίας, κυνηγώντας διαρκώς ένα θέμα που όλο του διαφεύγει και ζητώντας να κρατηθεί από την απόλυτη Ιδέα, για να αποδείξει ακριβώς την ανυπαρξία της, σε έναν κόσμο όπου όλα είναι σχετικά και ως τέτοια πρέπει να εκλαμβάνονται. Είναι μια ποίηση που σου «δείχνει» (κρατώντας πάντοτε τις αποστάσεις της από σένα) πως όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά. Πως όταν το μυαλό αντέχει σε κάθε μικρό ή μεγάλο όραμα, σε κάθε μικρή ή μεγάλη ΑΝΑΤΡΟΠΗ, πως όταν η γραφή είναι τόσο ευέλικτη που να χωρά μέσα της και να παντρεύει διάφορες σχολές, τάσεις, στίχους, δημιουργούς, τότε τίποτα δεν έχει τελειώσει, αντίθετα, όλα μπορούν να ξεκινούν από την αρχή κάθε φορά. Τα πεδία είναι όλα διευρυμένα και είναι «ποικίλη η δράση των στοχαστικών προσαρμογών», για να μεταφέρω και να δανειστώ τα λόγια του Καβάφη. Ο Βλαβιανός δραματοποιώντας την ζωή του πετυχαίνει να δραματοποιήσει και τη σκέψη του ,παρασέρνοντας μας όχι σε συναισθηματικές, αλλά σε διανοητικές συγκινήσεις. Μας ταξιδεύει στην αιώνια περιπλάνηση μέσα στις ιδέες καθώς και σε πολλαπλές αναδιαρθρώσεις του κόσμου τούτου(αυτή κι αν δεν είναι πράξη απελευθέρωσης!) Αρνούμενος πολλές φορές την ποιητικότητα, την επιτυγχάνει. Το βλέμμα του ποιητή δεν εξαντλείται, ακόμα κι όταν η ομορφιά τελειώνει .Ο ποιητής είναι το βλέμμα του ,οι ίδιοι του οι στίχοι εν τέλει: «…η σιωπηλή υπεροψία/ κάθε ανθρώπου που έχει υποφέρει βαθιά/ βρίσκει όλες τις μορφές της μεταμφίεσης απαραίτητες/ για να προστατευτεί από την επαφή/με καθετί που δεν είναι όμοιό του στην οδύνη…» (ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ, ΝΕΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, ΑPOLOGIA PRO VITA MEA, σελ:257).



                                     

notationes /// NOEMBΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014, ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ /// ΈΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ




                                                          







Το Βαρόμετρο


Τρέμω, κάθε φορά που νιώθω να έχω σημειώσει μια αλήθεια, μήπως σημείωσα απλώς ένα στεναγμό. Stendahl


Όταν ζήτησε από το παιδί να φέρει στο σπίτι το βαρόμετρο, αυτό κάπως ταράχτηκε γιατί είχε πετάξει σχεδόν όλες τις παλιατσαρίες που είχε αφήσει η μάνα φεύγοντας από το μικρό σπίτι στο χωριό. Ο λόγος , πως έκανε τότε το κομμάτι του σε μια μικρούλα, πολύ μοντέρνα, πολύ τσαχπίνα, και η σαβούρα των παππούδων δεν έμοιαζε να έχει την παραμικρή θέση στο νοικοκυριό ενός εργένη που επί τέλους βρήκε συντροφιά. Παρά ταύτα η μάνα του επέμενε, κι έτσι, κι ευτυχώς, το ανακάλυψε ριγμένο στην αποθήκη, το ξεσκόνισε και της το πήγε. Τα φτωχικά τους ασημικά, κάτι γυαλάκια, κάτι πιάτα ζωγραφιστά από το νησί και τα εικονίσματα τα ‘χε όλα πάρει η σκουπιδιάρα κι έτρεμε μη του ζητήσει κάτι κι απ’ αυτά. Όμως εκείνη τον κοίταξε χωρίς μομφή ή αίσθημα αποδοκιμασίας και του είπε πως τα πράγματα
παιδί μου έχουν μικρότερη αξία από τους ανθρώπους και μη στενοχωριέσαι.
Πάλι καλά, σκέφτηκε, όμως ένιωσε σα δαρμένος σκύλος. Αυτός ποτέ δεν θα το συγχωρούσε στη θέση της . Μια ζωή αυτή η γυναίκα τον ταράζει με κάτι τέτοια υπεράνω , για κάτι τέτοια την αντιπαθεί, καλλίτερος ήταν ο αχόρταγος κι άπληστος ιδιοκτήτης πατέρας, πιο φυσιολογικός ‘ θύμωνε, γελούσε, έπινε. Όπως και να ’χει, ο πατέρας πέθανε και φταίει αυτή, για όλα αυτή η φουκαριάρα φταίει. Γιατί η μάνα είναι άγκυρα και τον βαστά κι αυτός είναι, θέλει να είναι, άνεμος και βροντή. Πως να τα βρεις με τέτοια μάνα ; Η γυναίκα όμως δεν ήθελε άλλο κάτι παρά το βαρόμετρό της, αυτό το παιδί, που μετρούσε πάνω-κάτω τη ζωή της και την υγρασία στα μάτια της. Γιατί ήταν βάρβαρο, έξυπνο και δίκαιο με τον δικό του άτσαλο τρόπο, κι αυτό για κείνην όλα τα’ βαζε ξανά σε τάξη, όλα τα ίσιωνε σε μια κατεύθυνση σαν δυσκολεύαν οι καιροί ή και τις σπάνιες στιγμές που εκείνη κάτι ποθούσε για την ίδια. Αυτό το πλάσμα, υπερευαίσθητο, ευθύς αντιδρούσε, η ζωή στη φαμίλια έβρισκε κάποια συνέχεια κι ο δικός της πόθος πήγαινε στην μπάντα .
Τ’ άλλο παιδί ήταν ήμερο σαν την καλή μπουνάτσα, ευγενικό σαν το στάχυ, και τα ’χανε με τη σκληρότητα του αδελφού. Όμως έτσι όφειλαν να πορεύονται. Σαν έχεις πρόβλημα, το πρόβλημα κοιτάς, όχι την ευλογία που σού’ τυχε . Κι έτσι, συχνά, το πρόβλημα γίνεται άσκηση για την ευλογία .
Μας έφαγε η χοντροκοπιά των καιρών κι η σπατάλη στις ζωές των ανθρώπων .
Εδώ και λίγες μέρες, λοιπόν, το παλιό βαρόμετρο αστράφτει πάλι στον τοίχο του χωλ με τα ζουμπερέκια του και τα χάλκινα δεικτάκια πίσω απ’ το στρόγγυλο τζάμι του, σα να κλείνει το μάτι στο παρελθόν. Κι εκείνη θυμάται τον Περικλή, γιατί δικό του ήταν κι αυτό όπως και η γραφομηχανή κι ο Προυστ που της άφησε, εφτά οκτώ πολυκαιρισμένα βιβλιαράκια τσέπης - πού λεφτά το ‘50 για πολυτέλειες εκδόσεων ... Κι ακόμα με τον Περικλή, ένα χρόνο πριν πέσει από τα βράχια, στη Σκιάθο κοντά στα μνημούρια ο άθλιος, λες και το σκηνοθέτησε. Μα τόσα κιλά άνθρωπος και ήθελε να περπατάει ξυπόλυτος γιατί ... έτσι γυρνούν οι γνήσιοι αγυιόπαιδες στο νησί. Τέλος πάντων, με τον Περικλή τον μακρονησιώτη... γιατί ήταν φίλοι εξ αιτίας και του Σκιαθίτη που αγαπούσαν. Εκείνο το καλοκαίρι στο νησί, που έτρωγαν γιαρμάδες για μεσημεριανό κι άφηναν μετά τη χαρτοσακούλα του μανάβη να πάει απέναντι - όνειρο στο κύμα - αφού τη δίπλωναν με προσοχή βαρκούλα. Γιατί το χαρτί είναι οικολογικό σκουπίδι και το μασάει η αλμύρα κι η κάθε φώκια δίχως ίχνη , δίχως ίχνη. Μα για τον ίδιο λόγο μπορεί κάποιος να καπνίσει την ψυχή του σε μια πολιορκία και κάποιοι εντελώς άλλοι να’ χουν τα γραμμένα μας για παιχνίδια ...
Όπως το παιδί της αυτό, που μισούσε στην άγρια εφηβεία του χαρτιά και βιβλία, γιατί ήταν γεμάτο από δαύτα το σπίτι, δεν έβρισκες να καθίσεις σαν άνθρωπος, κι έκαψε ένα μυθιστόρημα στο τζάκι από τη λύσσα του που δεν γινόταν να το διαβάσει, Έγκλημα και Τιμωρία, καλά και το ’δωσαν μετά οι εφημερίδες, να μη μας λείψει... Κι εκείνη έφτασε να νιώθει ένοχη όποτε έπιανε να γράψει το παραμικρό, έστω και τα ψώνια της μέρας, γιατί το παιδί μάνιαζε. Κι όφειλε πια να γράφει στα κρυφά γιατί είναι
πρόκληση να γράφεις μπροστά σε δυσλεξικούς. Και ντρεπόταν γι’ αυτή την παράδοση που είχαν στην οικογένεια να γράφουν, ντρεπόταν για τη μόνη κληρονομιά της πού ‘λεγε κάτι. Κι ας μην ήταν σπουδαίος κανείς τους, όλοι έγραφαν και διάβαζαν με πάθος από πριν τον μεγάλο πόλεμο, στην κατοχή, αλλά και μετά, όλοι τους κι ας μην ήταν ονομαστός κανείς. Τα ίδια κι ο Περικλής που χάθηκε νωρίς.
Μεγάλωσε με τον καιρό το βαρόμετρο οπωσδήποτε , κάπως ησύχασε με τη σειρά του, ηύρε φίλους και δικά του όνειρα και την αγαπούσε. Κι αυτό ήταν σημαντικό, πιο πολύ κι απ’ τα γραψίματα. Γιατί είχε τρομάξει παλιότερα μη το παιδί πάει με τίποτα χρυσαυγίτες, γιατί έβλεπε να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι κάτι συντροφιές... και τι θα έκανε σε μια τέτοια περίπτωση, τι ντροπή θα ’ταν αυτή. Τον έπιανε λοιπόν και του μιλούσε για τον παππού, που τον είχε πιάσει ο Μανιαδάκης όταν αρνήθηκε να μπει στην ΕΟΝ και τον έβαλαν στον πάγο και στα ρετσινόλαδα ‘ του ’λεγε και για την Ικαριά που ‘φαγε το ξύλο της χρονιάς του για έναν Ντοστογιέφσκι ή μια Βίβλο που είχε Πρόλογο, γιατί ο κύριος ενομωτάρχης θεωρούσε τους προλόγους ανατρεπτικό υλικό. Και γελούσαν οι δυο τους, γιατί τον παππού τον αγαπούσε ο μικρός επειδή ήταν καλός μάστορας και του ’χε μάθει τη μαραγκουδική που του άρεσε .
Κάτι το παράδειγμα του παππού, κάτι και τα γονίδια εν γένει, χτές τον μάγκωσαν στη διαδήλωση και βρέθηκε στη ΓΑΔΑ . Η Ρήνα τρελάθηκε γιατί φοβόταν μη ξανακυλήσει το άλλο, το χρόνιο πρόβλημα, όμως αυτό όλα τ’ άντεξε μια χαρά, παληκάρι, και περιγελούσε το χάλι της - Γέρασες μάνα και τα δικά σου τα ξέχασες... Αυτή καμάρωνε μέσα της και σκιρτούσε, γιατί πίστευε που το παιδί τώρα ίσως γιατρεύτηκε. Όλοι ήταν εκεί στο κέντρο της πόλης, εκεί και το παιδί της, και πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει... Η ίδια δεν ήταν, γιατί έχει μάθει par coeur και κατάκαρδα το πικρό τραγούδι των αγώνων και των διαδηλώσεων, γιατί νιώθει κουρασμένη και χθεσινή σαν τη γιαγιά και τη μάνα της .
Τώρα άλλοι πήραν σειρά και θα πρέπει να βρίσκουν ένα πιάτο φαί στο σπίτι σα θα γυρίζουν .
Η αλήθεια να λέγεται…
Καλά, η Ρήνα μάνα είναι ό,τι θέλει ας σκέφτεται, όμως ο αναγνώστης μπορεί να θέλει να μάθει κι άλλα  . Φερ’ ειπείν τι έκανε ο μικρός και τον τσίμπησαν , πούθε η τρέλα του και τέλος πάντων τι είν’ αυτά τα δικά της που ξέχασε ...
Ο μικρός λοιπόν που έπαιζε απ’ όταν γεννήθηκε το ρόλο του βασανιστή της, γιατί δεν έλεγε να το πάρει ο ύπνος το παλιόπαιδο, δεν είχε ησυχία ούτε λεπτό κι από τριώ χρονών έλυνε πρίζες και μηχανήματα με το πιο ψιλό κατσαβιδάκι, αυτό το διαβολόσπερμα, με το που αντίκρισε τον άνδρα των ΜΑΤ ντυμένο σαν τον Βάϊντερ από τον Πόλεμο των Άστρων ( εκατό φορές επανάληψη το ’χουν δει όλα τους στις τηλεοράσεις ), όρμησε καταπάνω του μ’ ένα μισαδειανό μπουκάλι νερό Ζαγορίου να τον σκοτώσει τον χριστιανό. Ο ένστολος πάλι, κάνοντας έναν συναρπαστικό ελιγμό, απέφυγε τη μολότωφ του παραπλεύρως δρώντος μπαχαλάκη που ερχόταν ψηλοκρεμαστή, και άρπαξε τον μικρό απειροπόλεμο ως ευκαιρότερο τρόπαιο με σκουλαρίκι , του ’χωσε κανα-δυο στο ανύπαρχτο ψαχνό του, και τον έχωσε στο κλουβί δια τα περαιτέρω.
Τα περαιτέρω ήσαν λαμπρά, τύφλα να ’χει ο Τζίμυ Τζάρμους και οι εγκάθειρκτοί του. Διότι στο κελί στη ΓΑΔΑ επρόκειτο να συγκατοικήσει, έστω και προσώρας, με τον ανθό της Αθηναϊκής νύχτας . 'Ενα διαβόητο μαφιόζο ένα μελαμψό επιδειξία , ένα παλαιστή που άφησε ξερό τον μάγκα στο διπλανό τραπέζι στο μπαράκι την προτεραίαν, κάποιον από το ποδόσφαιρο και πολλά άλλα καλά παιδιά , τσίρκο.
Η Ρήνα που έφτασε λαχταρισμένη στο αυτόφωρο -γιατί ευδόκησαν και της τηλεφώνησαν κάποιοι γνωστοί, έστω κι αργοπορημένοι- είδε το μωρό της να καταπλέει με βραχιολάκια και συνοδεία ‘ ευγενέστατοι όμως οι κύριοι της ΕΛΑΣ, λες να φταίει τ’ όνομα που τους φορέσαν ; Ο μικρός ψύχραιμος σχετικά, μόνο το γονατάκι του έτρεμε σαν σεισμογράφος. Η μαμά του, αν και στα πρόθυρα της υστερίας -δεν χωνεύει τους μπαχαλάκηδες αλλά κατανοεί, αηδία βλέπεις η κατάσταση στην πόλη και στον κόσμο- ήθελε να σώσει τον νεανία, όμως αυτός γούσταρε φαίνεται κι άλλο, κι όλα στράβωσαν .
Στράβωσαν διότι η νεαρά δικηγόρος που αυτός ορκιζόταν στ’ όνομά της - πολύ χαριτωμένη, η αλήθεια να λέγεται- έβλεπε το ζήτημα βαθειά πολιτικό και είχε μιαν επιθυμία μόνο, να καταγγείλει τον «τρομονόμο» ως αντισυνταγματικό, που είναι κάπως όσο και να ’χει, όμως τέτοια ώρα τέτοια λόγια... Κι έτρεμε το πηγουνάκι της κι αυτηνής σαν της Βούρτση στα νιάτα της, γιατί αυτό θα πει ηρωισμός, να τρέμεις αλλά να μη το βάζεις στα πόδια, ναι. Και η Ρήνα συγκινήθηκε ακριβώς γι’ αυτό και βάλθηκε να την εγκαρδιώσει, κρύβοντας την διάθεσή της να γελάσει και να τους αφήσει να κόψουν το λαιμό τους τα σκατόπαιδα, που την
κοίταζαν με μισό μάτι λόγω ηλικίας κι ας μην ξέρουν που τους παν τα τέσσερα ...
Γιατί θυμήθηκε τα παλιά και τα ένδοξα της γενιάς της αλλά και το ανυποψίαστο μαθητούδι πρόπερσι, τα μύρια όσα δηλαδή, τις σφαίρες νύχτα χειμωνιάτικη στη Στουρνάρη, τρεις κι εξήντα παίρνεις, κάθεσαι και δέρνεις… , θυμήθηκε πόσο καίνε στο λαιμό τα δακρυγόνα και στις μύτες και στα μάτια και πως κάηκαν τα παιδιά πέρσι γιατί το τζάμι της τράπεζας ήταν μονό κι ας το ’χαν αλλάξει την προπαραμονή. Κι άρχισε μετά να εξηγεί στον φρουρό, που του κόψαν το μισθό τα μνημόνια και τον ψυχοπόνεσε και δαύτον, περί φορολογικής δικαιοσύνης και τι ήταν οι αθηναϊκές λειτουργίες , άσε που το ’21 τρόμαξε η φιλική να πάρει δυο πεντάρες από τους καραβοκυραίους , της Μπουμπουλίνας μόνον εξαιρουμένης, τι τα θες παλικάρι μου , όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουμε οι απλοί... μη πιστέψει πως τον θεωρεί κι αυτή γουρούνι-δολοφόνο κι αρχίσει να συμπεριφέρεται αναλόγως. Τόσο πια ταραγμένη κι ανόητη κι εκτός του εαυτού της .
Όσο για την τρέλα που δέρνει τον μικρό και τους ομοίους του, το στάχυ επιμένει πως αυτή τη φουρνιά την έκαψαν τα ρέιβ-πάρτυ κι ό,τι τελοσπάντων έπιναν και κάπνιζαν εκεί, αλλά και οι ανεύθυνοι γονιοί τους , η Ρήνα όμως λέει πως φταίει που δεν βρίσκουν πια δουλειά και ελπίδα και πως δεν είναι ζωή αυτή να σε χαρτζιλικώνουν οι συνταξιούχοι γεννήτορες ως τα τριανταβάλε, και κανενός υπευθύνου να μην ιδρώνει τ’ αυτί. Και καταπίνει την πικρή αλήθεια τη δική τους αμίλητη.




notationes /// NOEMBΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 /// ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ /// 'ΕΣΠΑΣΕ


                                                       






'Aδηλο υλικό το ποίημα' σαν το γυαλί.
Σπάζει εκεί που δεν το περιμένεις.


                                             *


Ζω.
Ο ενεστώς του μέλλοντος.

                                           


                                             *


Εκπαιδεύω περιστέρια να' χουν πληγή για Συμπληγάδες.
Μη φύγεις ακόμα.


                                             *

 Οι χαρές έρχονται
Τις λύπες τις διαλέγεις.

                                          


                                             *


Επί των κυμάτων μπορεί να είναι εύκολο
Επί των γραμμάτων δεν είναι.

                                          


                                             *


'Αραγε το σύμπαν είναι αυτοφυές
'Οπως μια παπαρούνα;

                                           

                                             *


Kλειδί ερήμου ο κάθε κόκκος

                                             *

Ενός λεπτού σιγή.Για πάντα.


                                             *

Προχωρούσε διαρκώς ο θάνατος.

                                            *

Δεν υπάρχει τίποτα χωρίς το τίποτα.

                                           *


Για να μην θυμάμαι πάει να πει πως έφταιξα.

                                          *



Ακριβές είναι το απέραντο.
'Οπως ένας κίονας με λίγο χαμομήλι
Στον ήλιο της  ανοίξεως.


                                         *


 Ερείπια φωτιάς.

                                          *

Είδα το σώμα της γυμνό
Και πλήρωσα με το κεφάλι μου.


                                           *


Άν βγεις άπ'το κορμί σε περιμένει θάνατος
Κι αν μείνεις μέσα,φτώχεια.

                                          *

Είναι λάθος ο αντίλαλος.
'Αλλο κορμί έπρεπε να μου επιστρέψει.

                                          *

Θέλω το κορμί μου. 
Το θέλω από το χέρι σου.

                                          *

Κοιμήθηκα μέσα στο πρόσωπό μου.
Αντίο.

                                          *

 'Εζησα όπως ήθελα' και λυπάμαι γι' αυτό.

                                          *

Mε βλέπει ο σκύλος κι αλυχτάει.
Κατάλαβε πριν θυμηθώ. 




*Κώστας Καναβούρης

Μελάνι, 2014
48 σελ.
 




 



notationes /// NOEMBΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 /// HΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ /// Η ΠΟΙΗΣΗ ΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ







                                                                    



...στον Αντώνη Κάλφα


 A.

Ποίηση είναι η ορμητική διάθεση του να θέλεις να αντλήσεις δια μιας το ανεξάντλητο.
Ποίηση είναι η σκοτεινή διάθεση του να θέλεις να επιστρέψεις χωρίς να ξέρεις που.
Ποίηση είναι ένας χώρος αδιάστατος και όμως μπαίνεις.Όσο πιο αργά βγεις τόσο πιο πολύ αιωρείσαι.

Β.

 Η ποίηση μονίμως σε καλεί 'όμως λίγες φορές ακούς και πας' κι ακόμα λιγότερες φορές τη βρίσκεις ' όμως αλίμονο αν δεν πας ποτέ.
Η ποίηση είναι διάθεση.Γι'  αυτό και προηγείται πάντων. 

Γ.

Ποίηση είναι αυτή η αθέατη δύναμη της συνέχειας σε κάθε τι το οριστικά περαιωμένο. 

Δ.

Ποίηση είναι η χώρα του ποτέ μέσα στο κάποτε και του κάποτε μέσα στο ποτέ.
Ποίηση είναι αυτό που κοιτάζεις χωρίς να το βλέπεις και αυτό που βλέπεις χωρίς να το κοιτάζεις.
Ποίηση είναι αυτό το πιο μαύρο μέσα στο μαύρο,που εν τούτοις διευθύνει όλες τις αναδύσεις των χρωμάτων.
Ποίηση είναι η αόρατη κουκίδα της αφετηρίας για ό,τι ξεκίνησε
και έφτασε και δεν νιώσαμε ακόμα πώς και πού μας άγγιξε.
Ποίηση είναι κι αυτό που δεν έφτασε,αλλά γνωρίζουμε πώς και πού θα μας αγγίξει,όταν φτάσει.

Ε.

Δίπλα σε κάθε σκέψη στέκεται η Ποίηση για να τη διαψεύδει. 
Τί είναι Ποίηση;'Oποιος την εννόησε δεν ξαναμίλησε ποτέ. 

 

 * Το δέντρο που έγνεθε τη βροχή και τραγουδούσε,ΡΟΕΣ/ΠΟΙΗΣΗ,
2010



notationes /// NOEMBΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 /// ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ /// ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



                                       



ΡΕΖΕΝΤΑ 



Εκείνη:

-Δεν ομοιοκαταληκτούσανε ποτέ
τα λόγια μου με τη φωνή μου.
Κι ήμουν αυτό που αρνιόμουν
ηχώ από βράχια που έπεφταν
ίχνη γεμάτη μιας αφής
που όμως της λείπαν δάχτυλα
-κάποιος μετράει
επάνω στο σεντόνι τα λεφτά του
τα βρίσκει πάντοτε λειψά-
μια επανάληψη αστροφεγγιάς
κι ύστερα πάλι το άδειο 


και όταν λέμε άδειο
δεν εννοούμε τη σιωπή
αλλά να ζεις το αταίριαστο
κι άφαντος να ’ναι ο κήπος. 


Εκείνος: 


-Μην παραδίνεσαι, μικρή μου Ρεζεντά
ανέλπιστα κάποια στιγμή
τα αδύνατα μπορούν να γίνουν δυνατά 


κι ας αναβοσβήνει σταθερά τα φώτα της
η ηλικία του καθρέφτη
- θα λήξει κάποτε κι αυτή
σύντομη σαν διήγηση
με έκβαση προβλεπόμενη -
κι ας είναι αφηρημένοι οι δικαστές
και σιωπηλοί οι άγιοι μες στα εορτολόγια. 


Η απάντηση θα ’ρθει μια βραδιά
όταν οι επιζήσαντες σχίσουν μεμιάς
του κόσμου όλα τα σεντόνια
-τι θά’βρουν τότε
να φορέσουν τα φαντάσματα
ποια τύψη θα εφεύρει ο θάνατος
για να μας διεκδικήσει; 


Εκείνη: 


-Μα τι κουβέντες κύριε
τι απερισκεψία
κι αν όσα αισιόδοξα μου υπόσχεστε
αίφνης πραγματοποιηθούν
-για τα σεντόνια, λέω, τα σχισμένα-
τότε όλο αυτό το θέατρο σκιών
πού θα παιχτεί
κι εμείς που ως γνωστόν
φοβόμαστε το χιόνι
χωρίς μία παράσταση 


πώς θα περάσουμε το απόγευμα
πριν τη Μεγάλη Νύχτα; 


Το Επιδόρπιο, 2012, Εκδόσεις Κέδρος 


 ***********




ΒΕRLIN ALEXANDERPLATZ 



Κανονικά, με λένε Σόνια.
Μίτσε, με βάφτισε ο Φραντς
- μονόχειρας, μα ξέρει ν’ αγκαλιάζει.
Τη μέρα προτιμώ να υπνοβατώ.
Με ένα νόμισμα κρυμμένο στο μαντίλι
περνάω βιαστικά έξω από τα προάστια
σκιές ευκίνητες πουλώ στην Alexanderplatz
στα ενυδρεία σπάζω τις φυσαλίδες
κι αφού των πληκτικών επεισοδίων
διασχίζω την ομίχλη
βρίσκομαι σώα σαν νεκρή
στο τέλος της θλιμμένης ιστορίας. 



Η πλατεία γέμισε μεμιάς αρωματοπωλεία.
Έξω απ’ τις χαραμάδες των πληγών
πλημμύρα ακυβέρνητη
λεβάντα και θυμίαμα
γαζία και λιβάνι. 



Όμως, εγώ
πάντοτε αλήθεια σού έλεγα, Φραντς.
Ω, μα και βέβαια μπορούσα
μόνο εσένα ν’ αγαπώ
ο άλλος ήτανε παιδί, μπορεί και γέρος
μην τα σκαλίζεις τώρα πια
ήπιε απλώς ένα κονιάκ
έβαλε φωτιά στα μαλλιά της μαριονέτας
κι έπειτα εξαφανίστηκε. 



Κι άφησε, Φραντς
τι θες κι ανοίγεις τώρα το πορτάκι
άστο μες στο κλουβί του το πουλί
μη μου το πνίγεις
πονάω Φραντς, με σφίγγεις, Φραντς
χύθηκε κάτω όλο το νερό
ποτέ ξανά τιτίβισμα
ποτέ ξανά μισή αγκαλιά
γέμισε πούπουλα ο αέρας, Φραντς
δε σε ακούω πια
πούπουλα και φτερά
δε σε πονάω πια
μόνο φτερά
δε με πειράζει τώρα πια… 



Οι άνθρωποι στο δάσος
πεθαίνουν πάντα από ντροπή 



Το Επιδόρπιο, 2012, Εκδόσεις Κέδρος 


 ***********


'OΡΟΦΟΣ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ 



Ο θάνατος από βραδύς μας έφραζε το δρόμο
κι εγώ που από μικρό παιδί
τα έτρεμα τα καλοκαίρια
θα μου έφτανε, έλεγα, μία χειρονομία
ένα ανέλπιστο κλείσιμο λογαριασμών
όπως
όταν γυρίζεις το φλιτζάνι του καφέ
κι όλα τα φίδια
οι εχθροί και οι κλεισμένοι δρόμοι
λιωμένες απειλές κατρακυλούν
μέσα στο νεροχύτη. 



Όμως σιδηρουργείο η ζωή
και βάρος αμετάθετο η τελευταία λέξη
όταν σε αίθουσες αναμονής ηλεκτρικές
αδύναμα κορμιά κρέμονται στους καλόγερους
και πανωφόρια αδειανά
μπαίνουν ν’ ακτινοβοληθούν. 



Τους μήνες που κοιμάται ο κάβουρας
κοντεύω να πιστέψω
πως ίσως και να με ακούς
πως κάπως Σε συγκίνησα κι εγώ.
Ύστερα, λέω, θα φταίει που δε γνωρίζω
τη διάλεκτο των περιστεριών
μπορεί το ασταθές του χαρακτήρα μου
ίσως κι εκείνη η καθ’ έξιν υπνηλία μου
τις Κυριακές στον όρθρο. 



Όμως κακά τα ψέματα
ήρθε ο καιρός
τον πετροπόλεμο να συνηθίσουμε
τώρα που χτύπησαν μεσάνυχτα
κι η χρυσαφένια άμαξα
ξανάγινε κολοκύθα. 


Όροφος μείον ένα, 2008, Εκδόσεις Καστανιώτη 



 ***********




ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ 



Μπορεί να έφταιγε
εκείνο το χυδαίο πλήθος των τύψεων
που απεγνωσμένα μ’ έψαχνε
στην άκρη της γιορτής
ξεθωριασμένα ρούχα να με ντύσει. 


Και δε μιλώ γι’ αυτό που
η παιδική απελπισία επινοεί
όταν σαν από γλύκισμα κλεμμένο
τρίμματα ερήμου προσπαθείς
κάτω απ’ τη γλώσσα σου να κρύψεις. 


Τις αμαξοστοιχίες με τα σβηστά βαγόνια
πολύ μετά θα ανακάλυπτα. 


Μιλώ για όσα προηγήθηκαν
στους κάτασπρους διαδρόμους
που βγάζουνε σ’ ανηφοριές
με οιδήματα λουλούδια
φαινόλης και ιωδίου ευωδιές
και δάση
με φορητούς μεταλλικούς κορμούς
- τσαμπιά του αλουμινόχαρτου -
να στάζουν τα φαρμάκια τους
στο αφελές σου αίμα
να μάθει αυτό που ήθελε οικειότητες
και άλλα τραταρίσματα
μ’ αυτόν τον ψεύτη θεατρώνη
που πάνω που τα λόγια σου
φαρσί τ’ αποστηθίζεις
έρχεται και - κακήν κακώς -
έξω σε βγάζει από το έργο. 



Όροφος μείον ένα, 2008, Εκδόσεις Καστανιώτη 




 ***********




'Ο,ΤΙ ΔΕ ΓΙΑΤΡΕΨΑ 



Τώρα που τα πράγματα
πάνε να γίνουν οι αλληγορίες των πραγμάτων
επιτέλους η γραφή των κυμάτων
γίνεται ευανάγνωστη. 



Θα μου πεις…
Και οι σκιές που κυνηγούνε τα παιδιά;
Οι υαλογραφίες στους σταθμούς;
Τα ανυπεράσπιστα προάστια της λήθης
από το ανεκπλήρωτο φωταγωγημένα; 



Ό,τι δε γιάτρεψα αυτό με προσδιορίζει.
Κι η ερημιά ευρύχωρη
κι η νύχτα να γυαλίζει από τα δάκρυα
κι ο έρωτας επικλινής
για να γλιστρούν οι σημασίες. 



Να φανταστείς
σε είχα περάσει για εκδρομή
κι εσύ ήσουν μόνο ανάμνηση
μάλλον πολύβουη σιωπή
χέρι δεξί που έσωζε και άκρη του γκρεμού
-μπορεί κι ο ίδιος ο γκρεμός. 



Γι’ αυτό λοιπόν μη μου ξεχνιέσαι στα όνειρα
φανάρια οι δρόμοι τους δεν έχουν
μονάχα σμήνη μελισσών
ρήτορες αναλφάβητους
άνεργους κηπουρούς
και στη γωνία απόκοσμη
την ίδια πάντοτε γριά παιδούλα
απελπισμένα να ρωτά: 


Αν δε χρειάζεστε την Κυριακή σας, κύριε
μπορείτε να μου τη δώσετε; 


Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα, 2004, εκδόσεις Καστανιώτη 




 ***********