Translate

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

notationes ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2016 /// ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ /// 23 ΜΕΡΕΣ /// ΠΡΟΒΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ 'ΕΡΓΟΥ




Ασημίνα Ξηρογιάννη: «23 ΜΕΡΕΣ», εκδ. Γαβριηλίδης
      

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΑΧΡΗΣ

                     

 «Συχνά με ερεθίζουν οι  άλλες  λέξεις. Κείμενα άλλων  που διαβάζω και μου μιλάνε  δημιουργούν μια διάθεση μέσα  μου που μπορεί  να αποτελέσει  τον οδηγό  για τη δική μου γραφή…γίνεται μια μυστική  γοητευτική ζύμωση»
   
             

Ζύμωση. Λέξη κομβικής σημασίας  για την κατανόηση του πνεύματος  και  της   τεχνικής  σύνθεσης  αυτού του  βιβλίου. Χαμαιλεοντική συγγραφική  παρουσία  η  Ασημίνα  Ξηρογιάννη  «ζυμώνει» εδώ το κείμενό της μ’ έναν τρόπο που παραπέμπει σε μία προσφιλή καλλιτεχνική της δραστηριότητα, στο κολλάζ. Τοποθετεί δηλαδή  ετερόκλητα στοιχεία, τα οποία ζυμώνονται με μία διαδικασία αργή και υπόγεια, για να παραγάγουν στο τέλος το επιθυμητό αποτέλεσμα. Έτσι, αριθμοί, σημεία στίξης, τίτλοι έργων, φράσεις, ονόματα προσώπων, διάλογοι, αποσπάσματα από έργα άλλων ποιητών, με λίγα λόγια διακειμενικά και περικειμενικά στοιχεία διεκδικούν με σθένος την παρουσία  τους μέσα στο  ποιητικό  γίγνεσθαι.
Ταυτόχρονα ανοίγεται ένα πεδίο διαλόγου μεταξύ των διαφορετικών αλλά  παραλλήλως συγγενικών  μορφών της τέχνης. Ποίηση, ζωγραφική, κινηματογράφος, θέατρο, πεζογραφία, συναντώνται  εδώ, όχι μόνο για προβληθεί ποικιλότροπα η ιδέα, αλλά κυρίως για να καταδειχθεί η καταλυτική επίδραση του ενός πεδίου έκφρασης πάνω στο άλλο. Αυτό το σκοπό εξυπηρετούν για παράδειγμα οι εικαστικές αναφορές [«Πάνω από το κρεβάτι που τους φιλοξενούσε υπάρχει  ο πίνακας του Μουνκ: το  φιλί» ] ή η θεατρική  επίγευση   που αφήνει  σε  αρκετά  σημεία   η  ανάγνωση.
Γεγονός είναι πάντως ότι ο περικειμενικός χώρος δεν αποτελεί  απλώς ένα σημείο αναφοράς, μια αφορμή για την εκκίνηση της έμπνευσης. Έχει μεν τη δική του αυτόνομη ζωή-παρουσία, συγχρόνως όμως νοηματοδοτεί, σχολιάζει, συμπληρώνει, ανατέμνει, «ανα-γιγνώσκει» ή και  υπονομεύει το καθαυτό κείμενο. Μοιάζει περισσότερο με ένα πεδίο βολικό, γνώριμο, χαρτογραφημένο, που βοηθά την ποιητική φωνή να εκμαιεύσει το αχαρτογράφητο. Ή αλλιώς το περικειμενικό πλαίσιο  λειτουργεί ως ένα κάτοπτρο μέσα στο οποίο  η ποιητική φωνή αντικειμενοποιεί τις εσωτερικές της συλλήψεις, για να μπορέσει έπειτα ξανά, και με το άλλοθι της συνομιλίας με άλλες  συμπάσχουσες, ποιητικές  φωνές, να δώσει  στο αντικείμενό της την κατάλληλη  καλλιτεχνική-αισθητική μορφή.
Κι όλο αυτό το παιχνίδι της ανακάλυψης του αδοκίμαστου μέσα από  το δοκιμασμένο μεταφέρεται στο χαρτί μέσα από την αξιοποίηση  των συμβάσεων του θεατρικού  λόγου. Τέτοια συμβατικά στοιχεία  είναι  για  παράδειγμα  οι σκηνικές  οδηγίες πριν από την εκφορά του λόγου του πρωταγωνιστικού προσώπου, η ύπαρξη του προσώπου αυτού, καθώς και ενός βωβού συμπρωταγωνιστή, η εσωτερική- κατά κύριο λόγο – δράση, η οριοθέτηση  της δράσης αυτής μέσα σε συγκεκριμένα χωρικά και χρονικά πλαίσια, ο σκηνοθέτης-αφηγητής, ο οποίος  παρακολουθεί, θα έλεγε κανείς, συγχρονικά τα πρόσωπά του, για να τα καθοδηγήσει στην αμέσως επόμενη κίνησή τους και να τα περιβάλει έτσι με τη γοητεία  της ρευστότητας. Με  τη λογική αυτή, ακόμη και το ίδιο το κείμενο μπορεί να λειτουργεί ως ένας υποθετικός κόσμος, ως ένα σχεδίασμα, έτοιμο να ικανοποιήσει μια δυνατότητα ή να ανατραπεί. Γιατί  αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει εδώ την Ασημίνα Ξηρογιάννη ως συγγραφέα δεν είναι βεβαίως η σύλληψη της  τελειότητας (η οποία ούτως ή άλλως δεν υπάρχει), αλλά η αποτύπωση των αναστολών, των πιθανοτήτων, της πρώιμης παραγωγής ιδεών και μορφικών σχημάτων, των ζυμώσεων- να πάλι η λέξη κλειδί- του νου και της ευαισθησίας, των στίχων που θα μπορούσαν έναντι άλλων να λάβουν θέση μέσα στο ποίημα [«Δεν ξέρει  ακόμα αν θα είναι αυτή η τελική μορφή του  ποιήματος» / «άσκηση επί χάρτου»]
Στο τέλος παρόλο που επιτυγχάνεται ένα είδος ολοκλήρωσης της ποιητικής νουβέλας, το όλο εγχείρημα δίνει σκόπιμα την εντύπωση του ατελούς, του επιδεκτικού σε ανατροπές. Μερικές φορές πάλι  τα υποτιθέμενα  ποιήματα  φαίνονται  ως τεχνικές οδηγίες  εις εαυτόν για  τον τρόπο με τον οποίο  θα στηθεί το  «αληθινό ποίημα». Το περίεργο, ωστόσο, είναι ότι το «δυνάμει» ποίημα καταφέρνει να υπερβαίνει το πεδίο της δυνατότητας και να αποκτά, ας μου επιτραπεί ο όρος, «αισθητική αυτάρκεια». Σ’ αυτό το τελευταίο συμβάλλει ίσως καθοριστικά το γεγονός ότι η πράξη της συγγραφής περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο συστατικό της τη σκηνοθεσία. Έτσι, με τη σκηνοθετική παρέμβαση της συγγραφέως, οι λέξεις και οι στίχοι αποκτούν μια οπτική δυναμική, ικανή από μόνη της να τοποθετήσει τον αναγνώστη στη μεριά της ποίησης.
Επιπλέον, το έργο αποτελεί στην ουσία ένα λογοτεχνικό υβρίδιο, ένα  ζευγάρωμα ποίησης και  διηγηματογραφίας, κινούμενο με ισορροπία  ανάμεσα  στην αφαίρεση του ποιητικού λόγου και στη συμβατικότητα της αφήγησης, και η συγγραφέας μεριμνά τόσο για το ένα όσο και για το άλλο. Από τη μία, δηλαδή, φροντίζει για την ελλειπτικότητα του λόγου, κάτι που δικαιολογείται και από την ιδιότητα της ηρωίδας της (είναι ποιήτρια), από την άλλη μας υπενθυμίζει τόσο τη θεατρική όσο και την αφηγηματική λειτουργία του κειμένου της. Πάνω σε αυτό το πλαίσιο, ακολουθεί την τεχνική του σταδιακού φωτισμού των δεδομένων, βοηθώντας  τον αναγνώστη να λύσει τις απορίες του με έναν τρόπο καθαρά «δραματικό» και όχι  «στατικό». Το ξετύλιγμα της δράσης είναι με άλλα  λόγια αυτό που συμπληρώνει τα χαμένα κομμάτια στην αρχή της σύνθεσης.
Κυρίαρχο, τέλος, συναισθηματικό στοιχείο σε όλο το έργο είναι η κατάθλιψη. Η ηρωίδα είναι καταθλιπτική, «αγαπά  τις καταθλίψεις της» – την ίδια στιγμή κρατά αποστάσεις ασφαλείας με τα «σθεντόν» – συνομιλεί νοερά με καταθλιπτικές  ομοτέχνους της (Σύλβια Πλαθ), ελέγχει το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας και το εξιδανικεύει [«Και θα ’ναι αυτή, γράφει, μια στάση ηρωική»], επιλέγει να χρωματίσει τα κείμενά της με έναν ρομαντικό τόνο και καταδικάζει τον εαυτό της σε μία κατάσταση εγκλωβισμού. Από αυτή την ασφυξία γεννά τελικά τα ποιήματά της [«Αν πάλι κάποιος είναι μόνος του / ολομόναχος, κλεισμένος σε έναν τέτοιο μικρό χώρο/ για πολλές συνεχόμενες μέρες (23 ας πούμε)/ πάλι θα ασφυκτιά... από τη μοναξιά του ίσως./ Και σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να γεννηθεί ένα ποίημα»]
Περατώνοντας τη μικρή αυτή επίσκεψη στην ενδοχώρα του έργου, μπορεί να πει κανείς  ότι  οι «23 μέρες»  της  Ασημίνας  Ξηρογιάννη απομένουν στη συνείδηση του αναγνώστη ως μία πρόβα κατασκευής ενός  ποιητικού έργου που υποκαθιστά εν τέλει το ίδιο το έργο. Και χωρίς αμφιβολία, η διαρκής εντύπωση της δοκιμής καθίσταται σταδιακά απόλυτη βεβαιότητα για την ευόδωση της απόπειρας.

αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό :fractal



                                            
Ασημίνα Ξηρογιάννη


NEA KYKΛΟΦΟΡΙΑ /// ΕΠΟΧΗ ΑΦΗΣ





         

Κούλα Αδαλόγλου / Εποχή αφής / Σαιξπηρικόν 2016


Η Kούλα Αδαλόγλου γεννήθηκε στη Βέροια το 1953.
Σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ειδικές σπουδές: Μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και Διδακτορικό στο Α.Π.Θ., στη Διδασκαλία της γλώσσας και στην Αξιολόγηση της γραφής.
Ζει στη Θεσσαλονίκη.
Διετέλεσε Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων (1998-2007) και Διευθύντρια του Καλλιτεχνικού Γυμνασίου Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης (2007-2011).
Αποτελεί μέλος της συγγραφικής ομάδας των βιβλίων «Έκφραση /Έκθεση», που εισήγαγαν την επικοινωνιακή γλωσσική διδασκαλία στο Λύκειο.
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ). Επίσης, μέλος του Κύκλου Ποιητών.
Κριτικά σημειώματά της για σύγχρονους λογοτέχνες έχουν δημοσιευτεί σε γνωστά περιοδικά.
Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, τελευταία η Οδυσσέας, τρόπον τινά, εκδ. Σαιξπηρικόν, και μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο Βγήκε ένας ήλιος χλωμός, Ταξιδευτής, 2012.



Έργα της ίδιας

Ποιήματα 

1982 Καταγραφές, Θεσσαλονίκη
1992 Στο μεταίχμιο, Θεσσαλονίκη
1996 Δύο ελεγείες και μία ωδή,
εκδ. Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη
2001 Μαθητεία στην αναμονή,
εκδ. Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη
2009 Διπλή άρθρωση,
εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα
2013 Οδυσσέας, τρόπον τινά,
εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη



Διηγήματα 

 
2012 Βγήκε ένας ήλιος χλωμός,
εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα



Συμμετοχή σε συλλογικό έργο

 
2009 Ποιήματα του 2008,
εκδ. Κοινωνία των δε(κάτων), Αθήνα
2014 Ποιήματα του 2013,
εκδ. Κοινωνία των δε(κάτων), Αθήνα



Μελέτη 

2007 Η γραπτή έκφραση των μαθητών, εκδ. Κέδρος, Αθήνα



[ Δείγμα γραφής ]

Φωνή Β΄ 

Κάθε βράδυ είναι εκεί και με κοιτάει.
Σαν να γνωριζόμαστε από πάντα.
Της προσφέρω το Tom Collins που πίνει και πλησιάζω
μου χαμογελάει όλο φως.

Τι ξέρει η αγάπη από το όμορφο;
Τι ξέρει από το διαφορετικό;
Γεμίσανε ταμπέλες τα ράφια, οι δρόμοι
γράφω με το δάχτυλο τη σκόνη τους
τις ξεκαρφώνω με τα νύχια τα χέρια μου σκίζονται
γκρεμίζομαι στο σπάσιμο της κατανόησης.

Έτσι το βίωσα, καιρό.
Σαν παροξυσμό.
Να επιθυμώ τώρα
ό,τι μελλοντικά ήταν αβέβαιο.
Το σκότωσα ένα βράδυ με τον τρόπο που ξέρω.
Έμεινα σαν ξεφουσκωμένο παιχνίδι
σαν κατεστραμμένη μαριονέτα –

φτάνουν οι παρομοιώσεις –
ένας άνθρωπος με ματαιωμένη προσδοκία.

Φέιγ βολάν
Λίγο πριν από το ύψος της Αριστοτέλους με Ερμού
έκανες αδιέξοδες τις κατευθύνσεις.
Άχνιζε η ζέστη
μηνύματα στο κινητό με καλούσαν στην ΕΡΤ.

Λίγο πριν από το ύψος της Ερμού
μετέωρες αποφάσεις.
Συλλαλητήριο για τους απολυμένους
εκατοντάδες μηνύματά μου φέιγ βολάν πεταμένα στους δρόμους
ζητούν τον λόγο από εκείνον που παρίστανε τον παραλήπτη.




 -------------------

Αιφνιδιασμός

 
Γιατί με αιφνιδίασες;
ούτε ένα σημάδι, κάτι που να δείχνει αλλαγή πορείας.
Ο αιφνιδιασμός είναι ένα ρίσκο.
Γιατί θεώρησες προβλέψιμη την αιφνιδιαζόμενη;
Ποιος ορίζει το πλαίσιο;


-----------------------------

Γ΄ 

Ετοίμασα ντοματόσουπα, από κουτί,
μόνο τη ροζέτα από κρέμα γάλακτος έφτιαξα μόνη μου
κι ας βουτήξουν ζεστά φρυγανισμένα ψωμάκια σε σως
αρωματικές
μήπως φιλήσει τον ουρανίσκο τους μια μακρινή ηδονή